Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

Αρχίλοχος



Ἐλάχιστα γνωρίζουμε γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ Ἀρχίλοχου, κι αὐτὰ ἀβέβαια. Ἡ γέννησή του τοποθετεῖται γύρω στὸ 680 π.Χ. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Πάρο. Ὁ πατέρας του, κάποιος Τελεσικλῆς, ἦταν ἀριστοκράτης καὶ ἡ μητέρα του Ἐνιπῶ, δούλα. Ὁ παππούς του, ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ πατέρα του, φέρεται σὰν ἀποικιστὴς τῆς Θάσου καὶ κομιστὴς τῆς λατρείας τῆς Δήμητρας. Ὁ Ἀρχίλοχος πέρασε τὴ ζωή του μέσα στὴ φτώχεια. Ἐργάστηκε σὰν μισθοφόρος, συμμετέχοντας στὶς ἐπιδρομές ποὺ συντάραξαν τὸν ἑλλαδικὸ χῶρο, στὴ διάρκεια τοῦ 7ου π.Χ. αἰώνα. Πολέμησε στην Ιωνία, στη Θράκη, στη Μακεδονική Τορώνη και στην Εύβοια.
Φαίνεται πῶς προσπάθησε νὰ δημιουργήσει οἰκογένεια μὲ κάποια Νεοβούλη, ἀλλὰ ὁ Λυκάμβης, πατέρας τῆς νύφης, ἀθέτησε τὴν ὑπόσχεσή του. Σύμφωνα μὲ τὴν ἀρχαία παράδοση, ὁ ποιητὴς ἀντέδρασε διασύροντας τὸν ἄπιστο πεθερό. Ἡ δύναμη τῶν σκωπτικῶν στίχων του ἦταν τόσο μεγάλη, ὥστε ὁ Λυκάμβης καὶ οἱ δύο του κόρες αὐτοκτόνησαν. Πιθανῶς ἀποπλάνησε καὶ τὴν ἀδελφὴ τῆς Νεοβούλης.
Ἐπινόησε τὸν ἴαμβο καὶ τὴν ἐπωδό, ἐπιφέροντας σημαντικὲς τεχνικὲς ἀλλαγὲς στὸ ἡρωϊκὸ ποιητικὸ ἰδίωμα ποὺ κυριαρχοῦσε μέχρι ἐκείνη τὴν ἐποχὴ. Εἶναι προφανὲς πὼς ὁ πατρικὸς ἄξονας τῆς καλλιτεχνικῆς προσωπικότητάς του εἶναι ὁ Ὅμηρος. Ο Αρχίλοχος είναι ο πρώτος Ευρωπαίος ποιητής που έστρεψε την ποίηση στον εσωτερικό άνθρωπο, στο «εδώ» και στο «τώρα», αποσπώντας την από τις ατέρμονες περιπλανήσεις του έπους στη μυθική παράδοση και στις ευκλεείς πράξεις των ηρώων. Είναι ο πρώτος ποιητής που κατόρθωσε να αποδεσμευθεί από την τεράστια ποιητική κληρονομία του επικού κόσμου, ενώ βρισκόταν άμεσα κάτω από την επίδραση του –χρονικά και ποιητικά.
Με τον Αρχίλοχο έχουμε την πρώτη αποφασιστική τομή στην αρχαία ποίηση. Ο ποιητής ερμηνεύει την ανθρώπινη μοίρα, που είναι και προσωπική του μοίρα, και βλέπει τις λεπτομέρειες που συνιστούν την πολύμοχθη ζωή του ανθρώπου. Η ζωή και η ποίηση του Αρχίλοχου είναι αναπόσπαστα συνυφασμένες. Οι στίχοι απηχούν και εκφράζουν βιώματα της προσωπικής ζωής του και των περιπετειών του. 
Στην ποίηση του ομιλεί με ειλικρίνεια, χωρίς επιφυλάξεις και χωρίς να υπολογίζει την καλή γνώμη του κόσμου και την υστεροφημία. Χλευάζει και σκώπτει, επικρίνει και αποδοκιμάζει και κινείται πέρα και έξω από σκοπιμότητες και συμβατικότητες. Σὰν ἄνθρωπος ἦταν παρορμητικὸς, ἀθυρόστομος καὶ ἐκδικητικὸς. Ἄγνωστο πότε, τὸν σκότωσε κάποιος Καλλώνδης ἢ Κόρακας, σὲ μάχη μὲ τοὺς Ναξίους. Μαρτυρεῖται πὼς ὁ φονιᾶς δὲν ἔγινε δεκτὸς ἀπὸ τὴν Πυθία.
Από το ακρωτηριασμένο έργο του Αρχίλοχου μπορούμε να σχηματίσουμε μια εικόνα για τον ποιητή. Είναι κρίμα που δεν μας σώθηκαν περισσότεροι στίχοι. Αυτοί που έχουμε, και που μας επιτρέπουν μια άνετη πρόσβαση στο έργο του, μόλις που ξεπερνούν τους 200. Από τα άλλα αποσπάσματα έχουμε μόνο σπαράγματα στίχων, λέξεις ή μικρές φράσεις. Τα τελευταία χρόνια, τα παπυρικά ευρήματα μας χάρισαν αρκετά αποσπάσματα, τα περισσότερα όμως σε απελπιστική κατάσταση.

Ακολουθούν ορισμένα αποσπάσματα του έργου του σε μετάφραση του Γ. Μπλανά, από τον "Μικρό Απόπλου"
Τα έχουμε χωρίσει σε "Αντρικά" (όπου κυριαρχούν οι εμπειρείες του σαν μισθοφόρου)
και "Γυναικεία" οπου το θέμα δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ...ερωτικό, 
αν και ...είναι.

ΑΝΤΡΕΣ...

Οὔτε ἡ ἀσπίδα μου ξέρω ποῦ βρίσκεται, οὔτε ἐγώ.

Μιὰ ἐπικράτεια φωτιᾶς ἡ σοδειὰ τῶν καραβιῶν
κι ἀγκάθι κατάκαρδο ἡ θέα τῶν ἐχθρῶν.
Σβήνει ὁ καρπὸς τοῦ ζωντανοῦ κάτω ἀπ᾽ τὸν ἥλιο
κι ὅμως θάρρος δὲ λείπει ἀπ' αὐτοὺς ποὺ ἀδημονοῦν
τὸν αἱμοβόρο κορεσμό τους καταπάνω στοὺς Ναξίους.
Τί θὰ κερδίσουν; Ἕνα τραῦμα γιὰ πατρίδα,
ἐκεῖ ποὺ θά 'πρεπε νὰ σφύζουν γῆ σὰν ἄντρες;
Ἄν μποροῦσαν οἱ λαοὶ νὰ μοιραστοῦν τὴν ἴδια συγκατάβαση,
δὲ θὰ ἔσερναν καθένας τὴν ἀνάπηρη γενιά του,
δὲ θὰ κούτσαιναν καθένας τὴν πληγή του.
Πῶς νὰ μὴν πνίγεται ἡ ψυχή μου ἀσφυκτικὰ βαθιά της;
Οἱ νεκροὶ εἶναι πάντα νεκροί.
Δὲν ἔχει νόημα ὅλο αὐτὸ τὸ μακελειό.

Δουλειά μου: ὁ πόλεμος
καὶ ἡ ποίηση ἐπίσης.

Ἄντε λοιπόν! Τράβα τὸ γρήγορο ποτήρι,
σάλταρε στὸ καράβι,
πήδα στὸ ἀμπάρι, πέσε πάνω στὰ βαρέλια
καὶ κρασοκύλησέ τα.
Τάπα μὴ μείνει! Δὲ μᾶς βλέπω
τὴ βάρδια αὐτὴ ξενέρωτοι νὰ τὴν περνᾶμε.

Ἕνα κοντάρι ἔχω ὅλο κι ὅλο.
Κερδίζω τὸ ψωμί μου,
ἐξασφαλίζω τὸ κρασί μου
(Ἰσμαρικό, ἄς σημειωθεῖ)
καὶ κρατιέμαι ὅταν μεθάω.

Ὅσο γιὰ τὴν ἀσπίδα, ἐκεῖνο τὸ ἔργο τέχνης
ποὺ ἀναγκάστηκα ν' ἀφήσω ἀνάμεσα στοὺς θάμνους,
σίγουρα κάποιος Σάιος θὰ τὴν ἀπολαμβάνει.
Δὲν πάει στὸ διάβολο· ἀφοῦ κατάφερα καὶ γλύτωσα,
μὲ τὴν ἀσπίδα τώρα θ' ἀσχολοῦμαι;
Ἁρπάζω ἀργότερα μιὰν ἴδια - γιὰ νὰ μὴν πῶ καλύτερη.

Δὲν κλαίω τοὺς Μαγνησίους·
οἱ Θάσιοι νὰ δεῖς τὶ ἔχουν νὰ πάθουν.

Ἄν φρόντιζε ὁ Ἥφαιστος νὰ τοῦ ἐξασφαλίσει
ροῦχα πεντακάθαρα, ἀπ' τὴν κορφὴ μέχρι τὰ νύχια,
θὰ ἦταν ὄμορφος νεκρός: φλογόλευκος.

Στιχουργημένες ταλαιπωρίες ἤ ἐλεύθερες ἀπολαύσεις;
Τὸ ἴδιο μοῦ κάνει.

Ἔχασα τὸν ἔλεγχο· ὅμως ἄν δὲν κάνω λάθος,
δὲ γλίστρησα μόνος σ' αὐτὴ τὴν ἐκτροπή.

Στὸ τέλος θὰ μὲ ποῦν καὶ μισθοφόρο σα να ήμουν από την Καρία.

Ὅσο πολεμάει ὁ μισθοφόρος, Γλαῦκε,
καλύτερος φίλος δὲν ὑπάρχει.

Ἄφησε τοὺς θεοὺς νὰ κάνουν τὴ δουλειά τους.
Κάποιοι θὰ πέσουμε καὶ πάνω ποὺ θ' ἀρχίσουμε
νὰ συνηθίζουμε χῶμα, θὰ μᾶς σηκώσουν.
Ἄλλοι θὰ προσέξουμε ποῦ πατᾶμε
καὶ θὰ βρεθοῦμε νὰ παλεύουμε
γιὰ λίγη σκόνη μὲ τὴν πείνα καὶ τὴν τρέλα.

Πέσαμε πάνω τους καὶ τοὺς λιανίσαμε:
χίλιοι ἄντρες ὁλομόναχοι
ἐνάντια σὲ ἑπτὰ ὁλόκληρα κουφάρια.

Ἕνα πράγμα ξέρω καλά: νὰ ἐπιστρέφω ἀνοιχτὲς
τὶς πληγὲς ποὺ μοῦ ἀνοίγουν.

Καθὼς ξερνοῦσαν πάνω μας τὰ δόρατά τους, ὁ ἀρχηγὸς
ἐρέθιζε τὸ θράσος τους, φτύνοντας προσβολὲς καὶ κομπασμούς·
ὅμως ἡ Ἀθηνᾶ γονάτισε τὴν προστυχιά τους,
σημαίνοντας τὴν ἀντεπίθεσή μας.
Δὲν ἦταν οἱ Αἰολεῖς, λοιπόν, ποὺ ἔχτιζαν στὴν ἄμμο,
ἀλλὰ οἱ Ἴωνες. Συντρίφτηκε ὁ πύργος
ποὺ εἶχαν ἱδρώσει οἱ Κάρες πέτρα-πέτρα.
Ἐμεῖς χορέψαμε, ἄγνωστοι πολεμιστὲς πιασμένοι χέρι-χέρι,
στὸ νικηφόρο σύνθημα Λεσβίων φορμιγκτῶν.
Ὁ Δίας ἄστραψε πάνω τὴν Ὀλύμπια χαρά του,
κι ἐκείνοι ἀπέμειναν ὅ,τι δὲ θὰ κατεῖχαν πιά:
κατάκοποι, ἀπρόσμενα ἀκυρωμένοι, ἀναγκασμένοι
σὲ μιὰν ἀγρύπνια ποὺ ἀποροῦσε λίγο φῶς.


ΓΥΝΑΙΚΕΣ....

“Φύγε καλύτερα. Ἡ ἐλευθερία τολμάει μόνο ὅσα τολμᾶς”
μοῦ ἔλεγε. “Ὅμως ἄν ἡ καρδιά σου ἐπείγεται μιὰν εὔκολη νίκη,
κάποια σφαδάζει γάμο: εὐάλωτη παρθένα, ἐκτεθειμένη
σὲ τέλεια ἐμφάνιση· συνθηκολόγησέ την.
Κι ἐγὼ τῆς ἀπαντοῦσα: “Κόρη τῆς Ἀμφιμέδουσας
(Τὶ γυναίκα κι αὐτή·
χάρες ποὺ βλέπει ἡ γῆ κατάτυφλά της!)
στὸ δρόμο γιὰ τὸν ἔρωτα, δὲν εἶναι λίγες οἱ ἀπολαύσεις.
Ὅλο καὶ κάποιος θ' ἀρκεστεῖ στὸ παραλίγο.
Ἡ νύχτα ἔρχεται βαθιά της μὲ σκοτεινὲς ἀποφάσεις.
Ἔχουμε καιρὸ: ἐσύ, ἐγὼ κι ἕνας θεὸς συμφωνημένος.
Ἔστω, θὰ κάνω ὅ,τι μοῦ πεῖς. Τόσο σὲ θέλω.
Ἄσε τὴ στέγη νὰ ἐπινοεῖ ξαφνικὲς φυγὲς
καὶ τὴν πόρτα νὰ λαχανιάζει ἀργοπορημένα χτυπήματα.
Πάντα ὑπάρχει κάποιος κάμπος ἀνθισμένος.
Κατάλαβέ με, μωρό μου.
Ὅσο γιὰ τὴ Νεοβούλη, ἀνήκει στὴν παρακμή της.
Μάδησε ἡ παρθενιά της, μαράθηκε ἡ γλύκα της.
Ἀκόρεστο θηλυκό: φύτρωσε ἀπότομα
καὶ δὲ χόρταινε ν' ἀνθίζει.
Παράτα την!
Δὲν πρόκειται
νὰ παντρευτῶ τ' ἀνέκδοτα τῶν φίλων μου.
Ἐσένα θέλω: γυναίκα λεία στὸν τρόπο της.
Ἡ ἄλλη μπορεῖ νὰ κατεργάζεται ἀφοσίωση
στὰ πλήθη τῶν χειριστῶν της.
Ἔλα λοιπόν, πρὶν καταντήσει τὸ πάθος μου τυφλὴ ἀποβολή.”
Τὴν ὥρα ποὺ ὁ μανδύας μου τὴ βύθιζε σὲ κεῖνο
τὸ πανδαιμόνιο τῶν ἀνθισμένων λουλουδιῶν,
ὁ τρυφερὸς λαιμός της σπαρταροῦσε σὰν τρομαγμένο ἐλάφι
στὴν ἐπικίνδυνη ἀγκαλιά μου. Ἄγγιξα τὰ στήθη της.
Λίγο πιὸ κάτω, θρόιζε μιὰ ἥβη ἀνεξερεύνητη.
Προχώρησα μὲ χάδια μουδιασμένα καὶ ξαφνικά,
ξέσπασα ὁλόλευκος σὲ ξέφωτο ξανθό.

Βλέπεις ἐκείνη τὴ συκιὰ στὸ βράχο;
Μὲ πόση ἄνεση ταΐζει τόσες κουροῦνες!
Μιὰ ποὺ τὸ 'φερε ὁ λόγος: φιλόξενο πλάσμα ἡ Πασιφίλη.

Φουσκώνει ὁ μανδύας σου τὴν ἱστορία
τῶν συναναστροφῶν σου, ἄθλιο θηλυκό.
Ὁ σκαπανέας Ἱππώνακτας τὴν ξέρει ἀπ' ἔξω κι ἀνακατωτά.
Τὸ ἴδιο κι ὁ Ἀρίφαντος. Τὶ τύχη!
Δὲν ἔπιασε τὸν κλέφτη νὰ βρωμολογάει κλοπή. Τὴν ὥρα
ποὺ προσπαθοῦσε ν' ἀποκρούσει τὸν κανατὰ Αἰσχυλίδη,
σὲ ἀπάλλαξε ὁ Ἱππώνακτας ἀπὸ τὴν παρθενιά σου
καὶ τέρμα οἱ κουβέντες.

Ἔβγαλε τὸ ἱερὸ μαντήλι ἀπ' τὰ μαλλιὰ της
ἡ Ἀλκιβίη, τὸ ἀφιέρωσε στὴν Ἥρα
κι ἔτρεξε ἥσυχη νὰ δαπανήσει τὴν παρθενιά της.

Κρατοῦσε ἕνα τρυφερὸ κλαδὶ μυρτιᾶς
κι ἕνα ὡραῖο τριαντάφυλλο.
Τῆς ἄρεσε: χαμογελοῦσε. Τὰ μαλλιά της
ἔσταζαν νύχτα πίσω της.

Γάμο ξεκίνησα, μπουρδέλο ἄνοιξα μαζί σου.
Ἔγινα ἡ πιὸ διάσημη νταντὰ
στὴ συντεχνία τῶν παράνομων μαμῶν σου.

Ἦρθε στὸ κέφι καὶ κατέβαζε τὴν μπίρα
μονοκοπανιὰ σὰν Θράκας.
Στὸ τέλος, ξεχύλισε σὰν Φρύγας
κι ἔπεσε ξερὴ σὰν θηλυκό.

Ξέρω μιὰν ἄλλη θεραπεία γι' αὐτὸ τὸ πρήξιμο.

Μύριζες μπαγιάτικο ἐραστὴ καὶ σὲ ἀέρισα
ἑφτὰ ὁλόκληρα χρόνια μὲ τὴν ἀφοσίωσή μου.
Ὕστερα ζωντάνεψες· ἄρχισες νὰ ἔχεις ἄποψη.
Ἔλειψα κι ἔκανες τὸ σπίτι μπουρδέλο.
Τώρα ντύνεσαι τὸν παλιό σου ἑαυτὸ
καὶ χάνεσαι, ὅταν νυχτώνει συνουσία.

Ποιός ἄντρας θὰ σὲ πάρει;
Βρὲς κανένα βάτραχο ἀπὸ τὴ Σέριφο
κι ὅταν χορτάσεις δίψα, γαμήσου·
κι ἄν δὲ χορτάσεις, ἄντε γαμήσου!

Ὁ χρόνος, ἡ σκληρὴ δουλειὰ καὶ ἡ ὑπομονὴ
ὁλόκληρες περιουσίες καταθέτουν
στῆς πουτάνας τὸ μουνί.
(Πολλά δ' εἰς πόρνης γυναικὸς ἐρρυΐσκετ' ἔντερον
τὰ χρόνῳ μακρῷ πόνῳ τε συλλεγέντα χρήματα)

Ποίηση και ποδόσφαιρο.


Σημ. του Δ. Σκουρτέλη: Τελικά τι ομάδα ήταν ο Αναγνωστάκης; 
Απόλλων, Άρης, Άγιαξ ή ΠΑΟΚ;
Αναδημοσιεύουμε ένα δημοσιογραφικο κειμενο 
και τα πορίσματα ενος πανεπιστημιακού συνεδρίου 
για το θέμα αυτό.

Πρώτο δημοσίευμα:
Μέλος της μεγάλης Αρειανής οικογένειας υπήρξε ο γεννημένος το 1925 στη Θεσσαλονίκη, σημαντικός ποιητής και δοκιμιογράφος, Μανώλης Αναγνωστάκης.


Αναγνωστάκης: «Περιμένοντας τους παίκτες του Αρη...»

«Αρη, γλυκιά μου, αγάπη μεγάλη»
Ο Μανώλης Αναγνωστάκης δημοσίευσε σε συνέχειες στο περιοδικό «Τέταρτο» ιστορίες από την εποχή της εφηβείας του στην Θεσσαλονίκη με τον τίτλο «Η ποδοσφαιρική αυτοβιογραφία μου». Σε κάποιο σημείο γράφει: 
«Από το γήπεδο φεύγαμε τελευταίοι, περιμέναμε έξω από τα αποδυτήρια να βγουν οι παίκτες κουστουμαρισμένοι με την μπριγιαντίνη στο μαλλί. Θέλαμε να τους δούμε από κοντά για να 'χουμε να λέμε ύστερα αργά τη νύχτα καθισμένοι στα σκαλάκια της Παναγίας των Χαλκέων ο ένας στον άλλον τα κατορθώματά του. ''Εγώ απόψε ρε παιδιά μα το Θεό, άγγιξα τη φανέλα του Κλεάνθη Βικελίδη»

Ο Μ. Αναγνωστάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε ιατρική. 
Το 1986 του απονεμήθηκε το Α' Βραβείο ποίησης για το έργο του «Τα Ποιήματα 1941-1971» 
και το 2002 το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας. 
Το 1997 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
πηγή

Δεύτερο δημοσίευμα:

ΤΡΕΙΣ ΠΟΙΗΤΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ 
Πηγή:


Απόσπασμα από την εισήγηση “Ποίηση και ποδόσφαιρο”, στο Συνέδριο 

ΟΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΤΥΧΕΣ 
ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟΥ 
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ 

που οργάνωσε το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου 

(Επιστημονική Επιτροπή Συνεδρίου: Πέτρος Παπαπολυβίου, Β. Καρδάσης, Αλ. Κιτροέφ)



Κλείνοντας την εισήγησή  μας, μια θεωρητική εξέταση του πεδίου «ποδόσφαιρο και λογοτεχνία», πιστεύω ότι θα βοηθήσει  στον καλύτερο φωτισμό του αν δούμε τη θεωρητική συμβολή τριών ποιητών, οι οποίοι α) είναι ποδοσφαιρόφιλοι, β) έγραψαν ποιητικά κείμενα για το ποδόσφαιρο και γ) ταυτόχρονα έδωσαν και θεωρητικά κείμενα για το ίδιο θέμα. Οι ποιητές αυτοί είναι ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο Γιώργος Μαρκόπουλος  και ο Νάσος Βαγενάς.

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης (1925-2005), ο καταξιωμένος ποιητής της μεταπολεμικής εποχής,  που έδωσε στο ΥΓ τον εγκαιροφλεγή στίχο «τα άδεια γήπεδα»[1] ή, ακόμη τους καίριους και ευσύνοπτους στίχους: 
Το ματς της ζωής του είχε τελειώσει/ τώρα έπαιζε την παράταση, μίλησε σε συνέντευξή του για τη σχέση του με το ποδόσφαιρο[2] και έδωσε συνεργασία, το 1986,  στο ειδικό ένθετο με τίτλο «Ποδόσφαιρο» στο περιοδικό του Μάνου Χατζιδάκι Το τέταρτο. Το ένθετο αυτό αποτελούσε μια από τις πρώτες σοβαρές προσπάθειες να ιδωθεί το θέμα του ποδοσφαίρου και της έλξης του πέρα από προκατ απόψεις και ιδεοληψίες. 
Ο τίτλος της συνεργασίας του Αναγνωστάκη ήταν: “Σελίδες από την ποδοσφαιρική αυτοβιογραφία μου.[3] «Βαμμένος Παοκτζής, θεριό ανήμερο», χαρακτήρισε ο ίδιος τον εαυτό του κατά την περίοδο που ζούσε στη Θεσσαλονίκη, με την εγκατάστασή του στην ελληνική πρωτεύουσα  συνδέθηκε με τον Απόλλωνα Αθηνών. Από τα πρώτα χρόνια μου στο Γυμνάσιο δεν μπορώ να απομονώσω στη μνήμη μια Κυριακή μακριά από κάποιο γήπεδο, τονίζει στην ποδοσφαιρική αυτοβιογραφία του και μας παραθέτει πολύτιμες μαρτυρίες για τις λογικές και συνήθειες των παλιών, τότε νεαρών, φανατικών φιλάθλων. Όμως το βασικότερο κείμενο του Αναγνωστάκη για το ποδόσφαιρο έχει τίτλο: Άγιαξ, για πάντα Άγιαξ, που δημοσιεύτηκε στην Αυγή, στις 28 Οκτωβρίου 1984, με το ψευδώνυμο Αλ. Καμής, αργότερα έγινε γνωστό ότι ήταν δικό του. Ο Αναγνωστάκης χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο αυτό ως φόρο τιμής προς τον Γάλλο συγγραφέα Αλμπέρ Καμύ, ποδοσφαιρόφιλο που δήλωσε ότι η παρακολούθηση του ποδοσφαίρου τον βοήθησε στην κατανόηση του κόσμου και στην εμβάθυνση των φιλοσοφικών θεωριών του.

Στο κείμενο για τον Άγιαξ, ο Αναγνωστάκης θεωρεί ότι αυτή η ομάδα μετέβαλε το ομαδικό παιγνίδι σε έργο τέχνης, έφτασε σε δυσθεώρητα επίπεδα ποιότητας, με την έμπνευση και τη γοητεία του απρόοπτου, του αυθορμητισμού που γίνεται σοφία και της σοφίας που φαντάζει σαν αυθορμητισμός. Ήταν η Μεγάλη Κυρία των γηπέδων, πραγματική Κυρία κι όχι όπως οι ψιμυθιωμένες εταίρες των πολυεθνικών. Γιατί μετά ακολούθησε το αλισβερίσι των συστημάτων της κυριαρχίας του κόουτς-σκηνοθέτη, των αγοραπωλησιών και των λεγεωναρίων. Με άλλα λόγια η νεοφιλελεύθερη οικονομία της αγοράς.


Ο Γιώργος Μαρκόπουλος (γεν. το 1951), ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ποιητικής γενιάς του 70, φίλαθλος της ΑΕΚ[4], μας έδωσε ένα από τα καλύτερα ποιήματα που αναφέρονται στον κόσμο του ποδοσφαίρου: 
Ωδή στον παίκτη της ΑΕΚ και της Εθνικής Χρήστο Αρδίζογλου[5]. 
Το ποίημά του είναι μια ελεγεία για τον χρόνο και την πτώση, όταν ο γνωστός ποδοσφαιριστής, που συμβόλισε μια εποχή τη δόξα, την αναγνώριση και τη λατρεία των οπαδών της ομάδας του, αφήνει πια τον θρίαμβο και την αποθέωση, αποχωρεί και κρεμά τα παπούτσια των γηπέδων για να γίνει χωροφύλακας, υπάλληλος της ΔΕΗ ή του Ο.Τ.Ε., όπως συνηθιζόταν κάποτε, εκ μέρους των ποδοσφαιρικών σωματείων, η αποκατάσταση των παλαίμαχων ποδοσφαιριστών.

Διαβάζω ένα απόσπασμα από το ποίημα του Μαρκόπουλου:

Ω δεν ημπορώ να φαντασθώ το  γήρας
στα αλογίσια πόδια του παίκτου Χρήστου Αρδίζογλου.

Δεν ημπορώ να φανταθώ την ώρα
που τα παπούτσια του θενά κρεμάσει θα φύγει από τα
γήπεδα
θα σταδιοδρομήσει ως επιχειρηματίας ή χωροφύλαξ έστω
και θα βρεθεί υπό μετάθεσιν στην Αταλάντη.
Στην Αταλάντη και πάλι λέγω
όπου το παιδί του μη γνωρίζοντας από γήπεδα, «αστέγους»,
φιστίκια-αστέρια στα πανέρια των μικρών του σινεμά
θα γράφει στις εκθέσεις του
«Ο πατέρας μου εγεννήθη εις την Αθήνα.
Ήρθε εδώ λόγω της φύσης της δουλειάς του
προς αναζήτηση εργασίας
όπου μεγάλωσα κι εγώ»

Τιμή και δόξα στον παίκτη Χρήστο Αρδίζογλου
Που θα σηκώσει για άλλη μια φορά τελεσίδικα πια
όπως οι τρελοί τους επιταφίους των νεκροταφείων
την ασήκωτη μοναξιά μας, και θα φύγει.

Ο Γιώργος Μαρκόπουλος επιτέλεσε και μια θεμελιώδη εργασία για το θέμα μας, εξέδωσε το βιβλίο Εντός και εκτός έδρας Το ποδόσφαιρο στην ελληνική ποίηση.[6] Με συνέπεια και φροντίδα μελέτησε όλα τα σχετικά και μετά λόγου γνώσεως μας έδωσε την εργασία του με καίρια θεωρητική προσπέλαση και πλούσια ανθολόγηση, με εύρυθμη και ευσύνοπτη ταξινόμηση της ποδοσφαιρικής ποιητικής θεματογραφίας, που βοηθούν τον αναγνώστη στην καλύτερη πρόσληψη του θέματος.

Η σχέση αγάπης μιας ομάδας ποιητών προς το ποδόσφαιρο μας προσέφερε στίχους εξόχως πρωτότυπους, τονίζει στον πρόλογό του και, ακόμη, ότι η μελέτη του δεν είναι παρά αποτέλεσμα λατρείας προς το ποδόσφαιρο «και προς τις μαγικές και ανεξαγόραστες στιγμές ευτυχίας που μου χάρισε από τότε που κατάλαβα τον εαυτό μου και εξακολουθεί να μου χαρίζει μέχρι σήμερα.» Ακόμη, ο Γιώργος Μαρκόπουλος έδωσε στην τελευταία του ποιητική συλλογή τον τίτλο Κρυφός κυνηγός[7] έναν όρο που προέρχεται από το ποδόσφαιρο. Σημαίνει τον παίκτη εκείνο που, χωρίς να είναι εξαρχής επιφορτισμένος με την υποχρέωση του σκοραρίσματος, περιφέρεται στα αντίπαλα καρέ, με ύπουλες βλέψεις, επιτήδειες κινήσεις και απρόβλεπτη συμπεριφορά, προσδοκώντας την κατάλληλη στιγμή, που θα του δοθεί η ευκαιρία να αιφνιδιάσει την αντίπαλη άμυνα επιτυγχάνοντας το πολυπόθητο γκολ. [8]

Ο Νάσος Βαγενάς (γεν. 1945), ποιητής, κριτικός και πανεπιστημιακός φιλόλογος, εκτός από τις τρεις ιδιότητες που αναφέραμε προηγουμένως: 
α) φίλαθλος -Δόξα Δράμας, Γιουβέντους, Αρσεναλ- 
β) με ποιήματα που αναφέρονται στο ποδόσφαιρο, και 
γ) θεωρητικά κείμενα για το ποδόσφαιρο, συνενώνει ακόμη μια ιδιότητα σχετική με το θέμα μας, υπήρξε ο ίδιος ποδοσφαιριστής όταν ήταν νέος –έπαιξε στον Εθνικό Πειραιώς και στην Εθνική Νέων της Ελλάδας
Στον αθλητικό τύπο της δεκαετίας του ’60 ο μελετητής εντοπίζει και τίτλους όπως: 
Ο Εθνικός με τους Αντωνάτον, Γυφτάκην και Βαγενά ηγέτας, υπέταξεν ευχερώς την Προοδευτικήν με 1-0[9] ή: Νάσος Βαγενάς Μια «χρυσή» ελπίς του Εθνικού.[10] Τα θεωρητικά κείμενα του Νάσου Βαγενά για το ποδόσφαιρο είναι τα ακόλουθα:

Α) Ποδόσφαιρο και λογοτεχνία[11]

Β) Η ομάδα και η πόλη[12]

Γ) Ένας αντιεθνικιστικός μύθος[13]

Δ) Όψεις της βίας των γηπέδων[14].

Αρκετές από τις απόψεις που διατυπώνει ο Βαγενάς στα κείμενα αυτά γονιμοποίησαν και τη δική μου εισήγηση. Θα επιμείνω στο κείμενό του «Η ομάδα και η πόλη», που αναφέρεται στην Δράμα και στην ομάδα της,[15] τη Δόξα Δράμας, η οποία, στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και στις αρχές της δεκαετίας του ’60 κατέστη κυριολεκτικά θρυλική. 
Αυτήν την περίοδο, που ακολούθησε τον εμφύλιο, η Δόξα Δράμας «επιτελούσε λειτουργίες πολύ περισσότερες από εκείνες που αναμένονται από μια ποδοσφαιρική ομάδα». 
«Η Δόξα ήταν ο συναισθηματικός κρίκος που συνέδεε τα μέλη της κοινότητας, το συνεκτικό στοιχείο του κοινωνικού ιστού της. Το γήπεδο της Δόξας ήταν ένας τόπος πράυνσης και κάθαρσης των παθών, κυρίως των πολιτικών, που ήταν ιδιαίτερα οξυμμένα τότε». 
Με άλλα λόγια, όλες οι πολιτικές παρατάξεις της πόλη, που διχάστηκε και μάτωσε κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, συναντιούνταν και συμπορεύονταν στην κοινή αγάπη για τη Δόξα Δράμας, ταυτιζόμενες με την ομάδα της πόλης τους και περιβάλλοντάς την με την στοργή και το ενδιαφέρον τους, επούλωναν και τις πληγές της εμφύλιας σύρραξης.[16]

Τα πράγματα εξελίχτηκαν διαφορετικά στην Κύπρο. Ενώ στην Ελλάδα οι τοπικές ομάδες συνένωναν τον τοπικό πληθυσμό και συντελούσαν στην υπέρβαση του εμφυλίου και των παθών του, στην Κύπρο, η διάσπαση του 1948, λόγω του ελληνικού εμφυλίου, συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Δεν έχουμε τοπικές ομάδες, ομάδες της πόλης, αλλά κομματικά τοποθετημένες ομάδες. 

Στο κυπριακό ποδόσφαιρο σημειώνεται κάτι το εκπληκτικό, εν έτει 2013,  συνεχίζεται ο εμφύλιος της Ελλάδας, 64 χρόνια μετά τη λήξη του. 

Και εδώ μπορούμε να δούμε μια συνισταμένη της κυπριακής ιδιαιτερότητας και του πολιτικού επαρχιωτισμού μας, που μπορεί να συντελέσει στην κοινωνική αυτογνωσία μας. Τα κόμματα γνωρίζουν ότι οι αποφάσεις και οι πρακτικές τους μπορεί κάποτε να προκαλέσουν αγανάκτηση και απομάκρυνση των οπαδών τους, όμως αυτοί την ομάδα τους δεν την εγκαταλείπουν ποτέ. Έτσι, όταν περάσει η περίοδος της αγανάκτησης και απαξίωσης, για κάποια συγκεκριμένη κομματική στάση και πρακτική, μπορούν, από τον χώρο της ομάδας που πρόσκειται σ’ αυτά, -το κόμμα και η ομάδα αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία- να επαναφέρουν πίσω τους δυσφορήσαντες και απομακρυνθέντες ψηφοφόρους τους.

Κλείνω με την παράθεση ενός ποιητικού αποσπάσματος του Νάσου Βαγενά, αφού δώσω την εξωτερική πληροφορία ότι στους ποδοσφαιρικούς κύκλους θεωρείται ότι όταν βρέχει και ο χλοοτάπητας είναι βρεγμένος η Άρσεναλ παίζει με έμπνευση και δυναμισμό, καθίσταται ακαταμάχητη: 
Γράφει ο Βαγενάς:

Ο χρόνος παίζει άνετα στο δέρμα μου,
όπως  η Άρσεναλ σε βρεγμένο γήπεδο
σκοράροντας ακατάπαυστα. Και το στήθος μου
γεμίζει χώμα συνεχώς.

Στο ποίημα αυτό ο Νάσος Βαγενάς συναιρεί ευσύνοπτα ένα από τα βασικά γνωρίσματα της ποιητικής ποδοσφαιρικής θεματογραφίας.

Ο χρόνος – θάνατος όμως δεν κάθεται στις κερκίδες με την άνεση του παρατηρητή που παρακολουθεί σίγουρος τη φθορά και την πτώση του ποδοσφαιριστή, του παιγνιδιού και του γηπέδου. Ο χρόνος –θάνατος είναι η αντίπαλη ομάδα, που παίζει με νεύρο στο γήπεδο του κορμιού μας.



Σας ευχαριστώ.



[1] ) Βλ. και Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, «Τα άδεια γήπεδα. Το παιχνίδι στην ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη», κεφάλαιο στο βιβλίο του Τα άδεια γήπεδα. Ποιητικές κριτικές δοκιμές, εκδ. Σοκόλη, Αθήνα 1994, σ. 143-149 [όλες οι αναφορές γίνονται σε στίχους από το ΥΓ. του Μανόλη Αναγνωστάκη]

[2]) Το αληθινό πρόσωπο των ποιητών. Μια συνομιλία του Μανόλη και της Νόρας Αναγνωστάκη με τον ποιητή Θέμη Λιβεριάδη στην Αθήνα το 1996, περ. Ενενήντα Επτά του Οργανισμού “Θεσσαλονίκη, Πολιτιστική Πρωτεύουσα 1997”, Θεσσαλονίκη, Δεκέμβριος 1996, αρ. 7, βλ. και Γιάννης Η. Παππάς, Αρχίζει το ματς Το ποδόσφαιρο στη λογοτεχνία, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2010, σ. 56-58.
[3] ) Μανόλης Αναγνωστάκης, Σελίδες από την ποδοσφαιρική αυτοβιογραφία μου, περ. Το Τέταρτο, Αθήνα, Ιούλιος 1986, αρ. 15, σ. 14-15.
[4] ) Σωτήρης Κακίσης, Ένωσις (το εγχειρίδιο του κακού ΑΕΚτζή), εκδ. Αιγαίον, Λευκωσία 2011, σ.11
[5]) Γιώργος Μαρκόπουλος, Ιστορία του ξένου και της λυπημένης, εκδ. Υάκινθος, Αθήνα 1987, βλ. τώρα Γιώργος Μαρκόπουλος, Ποιήματα (1968-1987), εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1992, σ. 82-84.
[6] ) Γιώργος Μαρκόπουλος, Εντός και εκτός έδρας Το ποδόσφαιρο στην ελληνική ποίηση, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2006. Η πρώτη μορφή του κειμένου του αυτού δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Η λέξη, Αθήνα, Μάρτιος-Απρίλιος 2000, αρ. 156, σ. 218-265. Βλ. και σχετικά κείμενα του Γιώργου Μάρκοπουλου:
α) Το ποδόσφαιρο και ο ποιητής. Στάσεις και ενστάσεις των Ελλήνων ποιητών. Προσπάθεια καταγραφής, εφ. Η Καθημερινή, Αθήνα 4 Οκτωβρίου 1998, ένθετο 7 Ημέρες, σ. 21-22.
β) Ω τι στιγμές μου χάρισες και μου χαρίζεις, εφ. Ελευθεροτυπία, Αθήνα, 26 Ιουνίου 1998 (ένθετο: Βιβλιοθήκη)

[7]) Γιώργος Μαρκόπουλος, Κρυφός κυνηγός, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2010
[8]) Κώστα Γ. Παπαγεωργίου, Τα νέα ποιήματα του Γιώργου Μαρκόπουλου, [Βιβλιοθήκη] Ελευθεροτυπία, Αθήνα, 2 Οκτωβρίου 2010
[9]) Κείμενο του Δ. Χαμπάλογλου δημοσιευμένο στην εφ. Το φως των σπορ, Αθήνα 19 Απριλίου 1962.
[10]) Κείμενο του Άρη Μελισσινού, εφ. Το φως των σπορ, Αθήνα, 22 Μαρτίου 1962. Για τα δημοσιεύματα που σχετίζονται με την ποδοσφαιρική δραστηριότητα του Νάσου Βαγενά και δημοσιεύτηκαν στις εφημερίδες Η Φωνή του Εθνικού, Το Φως των σπορ, Αθλητική Ηχώ, Τα Νέα του Εθνικού, βλ. Σάββας Παύλου, Βιβλιογραφία Νάσου Βαγενά, Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, Λευκωσία 2010, σ. 193-194.
[11]) εφ. Το Βήμα, Αθήνα, 31/7/1994 [= Νάσος Βαγενάς, Σημειώσεις από το τέλος του αιώνα, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1999, σ. 132]
[12] ) εφ. Το Βήμα, Αθήνα, 27/10/1996 [= Νάσος Βαγενάς, Σημειώσεις από το τέλος του αιώνα, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1999, σ. 228)
[13]) εφ. Το Βήμα, Αθήνα, 11/7/2010[= Νάσος Βαγενάς, Σημειώσεις από την αρχή του αιώνα, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2013, σ. 273-277)
[14] ) εφ. Το Βήμα, Αθήνα, 27/2/2011[= Νάσος Βαγενάς, Σημειώσεις από την αρχή του αιώνα, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2013, σ. 286-289) Η ποδοσφαιρική βία «εξελίχθηκε στη σημερινή βαρβαρότητα από τη στιγμή που το επαγγελματικό ποδόσφαιρο μπήκε στην τροχιά μιας νέας, και κεντρικής, βαρβαρότητας: στον μηχανισμό της νεοφιλελεύθερης λειτουργίας της αγοράς».
[15] ) Το κείμενο του Ν. Βαγενά γράφτηκε με αφορμή την έκδοση του λευκώματος Δόξα Δράμας 1918- 1965, Δράμα 1996.
[16] ) Τη συμβολή της Δόξας Δράμας στην υπέρβαση των παθών του εμφυλίου, με τη λειτουργία της ως δεσμού συνεργασίας και ομόνοιας, τονίζει και ο Βασίλης Τσιαμπούσης στο κείμενο του: Οι μαυραετοί του Βορρά, εφ. Η Καθημερινή, Αθήνα 4 Οκτωβρίου 1998, ένθετο 7 Ημέρες, σ.19

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014

"Pedro Cazas" Φώτης Κόντογλου

Όσοι δεν είναι της ίδιας γνώμης με μένα, θα ’ταν άδικος κόπος να μου το κράξουν. Θα τους έστελνα όμως σίγουρα στο διάολο, αν καταπιάνουνταν να μου γυρίσουν τις αντιπάθειές μου σε συμπάθειες. Γιατί έχω την πίστη μου, μια θεόστραβη πίστη στο Θεό μου και μονάχα σ’ εκείνον. Δε γίνεται τρόπος να με λυγίσει μπροστά σε ξένα είδωλα καμιά δύναμη. Ας μ’ αφήσουν λοιπόν ήσυχο, και δεν πιθυμώ διόλου να πιάνουν τα βιβλία μου όσοι έχουν διαφορετικά γούστα από μένα. Οι λίγοι, που αισθάνουνται όπως εγώ, μου φτάνουν, και γι’ αυτουνούς γράφω.
ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

ΠΕΔΡΟ ΚΑΖΑΣ

Ιστορία απίστευτη βγαλμένη από κάποιο χειρόγραφο, που βρέθηκε στο Οπόρτο,
και ζωγραφισμένη από το ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ


Αφιερώνεται στον ΑΝΤΡΕΑ ΤΡΙΓΓΕΤΑ



ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Αν βγάλουμε έξω τη θερμή θέση που έχω μέσα στην καρδιά ένα  δυονώ μοναχά, για τους άλλους, όπως στάθηκα πάντα μακριά τους, πέρασα για ένα κεφάλι γεμάτο καπρίτσια. Η αλήθεια είναι πως είμαι ένας άγριος άνθρωπος, σκέτος. Ώρες  ώρες μου φαίνεται πως είμαι γερό κεφάλι· πολλές φορές πάλι βλέπω καθαρά πως δεν είμαι τίποτε περισσότερο από έναν άνθρωπο με απλή γνώμη.
Μιλώ έτσι ενώ μέσα μου είναι όλα ήμερα. Περνώ τις μέρες μου απάνου  κάτου μοναχός. Είχα μεγάλη αγάπη για τα βιβλία στα μικρά μου χρόνια, αλλά γενικά δεν ήμουνα διόλου από κείνους τους ανθρώπους που κάνουν τους άλλους να περιμένουν απ’ αυτουνούς τίποτα· γι’ αυτό είναι ένα πράγμα ολότελα ανέλπιστο για μένα να τυπώσω ένα βιβλίο· εγώ ο ίδιος απορώ πώς ταίριαξε έτσι. Στ’ αλήθεια, ένα βιβλίο μου αρέσει, μπορώ να πω, όσο ένα ταξίδι με πανιά απάνου σε αφρισμένη θάλασσα· είναι βιβλία που κάνουν να χορεύει ο κόσμος μπροστά μου μίαν ολάκερη βδομάδα.
Ζω, όπως είπα, μοναχός. Κανένας ίσως δε θα βρίσκεται, όταν θα διαβάζει το βιβλίο μου, στην κατάσταση που βρίσκουμαι εγώ, τώρα που γράφω· σε πολλά δε θα με καταλάβει, εξαιτίας της διαφορετικής ζωής που ζούμε. Είμαι όξω απ’ όλην εκείνη τη βουή, που δίνει στον άνθρωπο της πολιτείας την ιδέα πως ζει και πως συλλογίζεται.
Κατοικώ απάνου σ’ ένα ανεμόδαρτο βουνό. Όλη τη μέρα κάτου από τα μάτια μου η θάλασσα διπλώνει και ξεδιπλώνει τα κύματά της, και τη νύχτα ακούω μονάχα τη βουή της. Στην πολιτεία κατεβαίνω σπάνια· ανάμεσα στους ανθρώπους χάνω το θάρρος μου, όπως το σκυλί που φυλάγει τα πρόβατα στο βουνό.
Εδώ, στο νησάκι μου, είμαι βασιλιάς. Περπατώ με μεγάλα βήματα, είμαι στο κέφι, και καταλαβαίνω το Θεό και τους προγόνους μου να μου κρατάν σιωπηλή συντροφιά. Σηκώνουμαι πολύ πρωί και κάνω ένα μικρό περίπατο γύρω στο μεγάλο και παράξενο βράχο, που κρέμεται απάνου απ’ το σπιτάκι μου. Έτυχε, με σεισμό, να τον ακούσω να τρίζει απάνου απ’ το κεφάλι μου. Το καλοκαίρι, σαν κάνει ζέστη τ’ απομεσήμερο, πάω και ξαπλώνουμαι στον ίσκιο του, και το μάτι μου βάζεται να λογαριάζει το ανιστόρητο βάρος που κρέμεται στον αγέρα. Με πιάνει ζάλη και μου φαίνεται πως ξεφεύγει το κούτελο μου.
Κάπου κάπου, βγαίνουν στη στεριά ένα  δυο ψαράδες και μιλούμε για τα βάσανα του κόσμου. Γνωρίζω τις βάρκες τους από δύο μίλια, και τις σεργιανίζω είτε σαν αρμενίζουν με τα πανιά τους είτε σαν ρίχνουν τα δίχτυα μέσα στο μπουγάζι. Τούτοι οι φουκαράδες είναι οι φίλοι μου, ακόμα ένας καραβομαραγκός, που φτιάνει τη φελούκα μου, δυο βοσκοί, ένας ζευγάς κι οι δικοί μου. Δουλεύουμε όλοι μας για να μας δώσει το ψωμί μας είτε η στεργιά είτε η θάλασσα. Ξέρουμε πως ο μεγάλος Θεός ρίχνει με σπλαχνιά το μάτι του απάνω μας, όταν πηγαινοέρχουνται τα βόδια μέσα στα μαύρα αυλάκια σιμά στ’ ακρογιάλι, και παρέκει τα ψαροκάικα δουλεύουν βιαστικά στον αργαλειό, όπως οι αράχνες μόλις χτυπήσει ο ήλιος στο εργόχειρό τους. Περπατάω σαν πιωμένος απάνου στις αυλακιές· μια δυνατή πνοή αχνίζει απ’ τη γης και με μεθά· πάγω κι αδράχνω την αλετρόχερη απ’ το χέρι του ζευγά και δουλεύω μαζί με τα βόδια μου.
Μέσα σε τέτοια τιποτένια πράματα, δεν μπορεί κανένας να ’χει μεγάλες ιδέες. Ωστόσο, στο καλύβι μου περνώ πολλές ώρες χωρίς δουλειά, κι έρχουνται στο κεφάλι μου τόσα παράξενα πράματα, που απορώ κι εγώ ο ίδιος.
Από πάνου απ’ το νησί μου είναι ανοιχτά τα ουράνια! Απάνω σε τούτους τους βράχους πέρασα τα παιδικά μου χρόνια, όπως οι παλαιότεροι της γενιάς μου. Έμαθα να βλέπω με το μάτι του αγριμιού, που ζει μέσα στη μεγάλη λευτεριά του Θεού, και δε μου είναι μπορετό να καταλάβω πολλά πράματα απ’ εκείνα που έχουν μέσα στο κεφάλι τους οι άνθρωποι της πολιτείας.
Συχνά φχαριστώ τους προγόνους μου, που μ’ άφηκαν το μοναχικό νησάκι ετούτο για να τραβηχτώ και να ζήσω με ειρήνη. Ειρήνη! Ειρήνη! Βαθιά δροσερή λίμνη!

Ο ΛΑΟΣ ΤΩΝ ΜΟΥΝΟΥΧΩΝ Και άλλα πολιτικά σχόλια από τον Βάρναλη

Πολιτικό σχόλιο είναι η επίγνωση της κατάστασης της χώρας μέσα από τον πικρό σαρκασμό των λογοτεχνικών κειμένων του Βάρναλη

ΔΗΜΟΣ ΤΑΝΑΛΙΑΣ (ψευδώνυμο Κώστα Βάρναλη)

Κώστας Βάρναλης
Ο ΛΑΟΣ ΤΩΝ ΜΟΥΝΟΥΧΩΝ

O che sciagura d'essere senza coglioni! ...

(Voltaire – “Candide”)

I

Μεγάλη σιωπή βασίλευε στη χώρα τους.
Όλα φαινόντανε σαν πεθαμένα.
Άνεμος δε φυσούσε· τα φύλλα των δέντρων δε σαλεύανε· τα νερά δεν τραγουδούσανε· ακίνητα λαμποκοπούσανε, σαν από μέταλλο ή από λάδι. Τα πουλιά αφήνανε μια ξαφνική ψιλή φωνή και χωνόντανε βαθύτερα μέσα στα κλαριά. Ο ήλιος όμως άστραβε θαμπωτικά· μα και τούτος σα να μην περπατούσε: έμοιαζε καρφωμένος στον ουρανό. Κι αν κανένα σύννεφο με την ασώματη λάφρια του χώνευε μέσα στο πλήθιο φως, θαρρούσες, πως από αιώνες αγωνιούσε κρεμασμένο στην ίδια θέση.
Αν έμπαινες στη χώρα τους, θα ’βλεπες παντού μιαν αξήγητη ερημιά. Αν ζητούσες ανθρώπους, δε θα ’βρισκες. Έπρεπε να πας να ψάξεις στις πιο απόμερες γωνιές. Πίσου από πέτρες, στις μπασιές των σπήλιων, στις φουντωμένες ρίζες γιγάντιων δέντρων, μέσα σε λακκούβες θα τους έβρισκες κρυμμένους έναν-ένανε. Καθόντανε μαζεμένοι, δίχως να μιλούνε. Όχι, γιατί ’τανε μικροί· μονάχα τα μάτια τους ήτανε μικρά και γοργοκίνητα. Μα έχοντας το χρώμα της γης σκεπαζόντανε με χόρτα και κλαριά, για να κρύβονται καλύτερα: να μην τους βλέπει κανείς και να μη βλέπουνε κανένα!
Μοιάζανε πολύ συλλογισμένοι· κι όμως δε συλλογιόντανε τίποτα. [....]

ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ

Τρίτη 18 Μαρτίου 2014

"Ὁ Διγενὴς κι ὁ Χάροντας" Κωστής Παλαμάς

"Ὁ Διγενὴς κι ὁ Χάροντας" πίνακας του Δημήτρη Σκουρτέλη

Καβάλλα πάει ὁ Χάροντας
τὸν Διγενῆ στὸν Ἅδη,
κι ἄλλους μαζί... Κλαίει, δέρνεται
τ᾿ ἀνθρώπινο κοπάδι.

Καὶ τοὺς κρατεῖ στοῦ ἀλόγου του
δεμένους στὰ καπούλια,
τῆς λεβεντιᾶς τὸν ἄνεμο,
τῆς ὀμορφιᾶς τὴν πούλια.

Καὶ σὰ νὰ μὴν τὸν πάτησε
τοῦ Χάρου τὸ ποδάρι
ὁ Ἀκρίτας μόνο ἀτάραχα
κοιτάει τὸν καβαλλάρη.

«Ὁ Ἀκρίτας εἶμαι, Χάροντα
δὲν περνῶ μὲ τὰ χρόνια.
Μ᾿ ἄγγιξες καὶ δὲ μ᾿ ἔνοιωσες
στὰ μαρμαρένια ἁλώνια;

Ἐγὼ εἶμαι ἡ ἀκατάλυτη
ψυχὴ τῶν Σαλαμίνων,
στὴν Ἑφτάλοφην ἔφερα
τὸ σπαθὶ τῶν Ἑλλήνων.

Δὲ χάνομαι στὰ Τάρταρα,
μονάχα ξαποσταίνω,
στὴ ζωὴ ξαναφαίνομαι
καὶ λαοὺς ἀνασταίνω!»

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014

Γεράσιμος Μαρκοράς «Ο Όρκος» και Διονύσιος Σολωμός "Ο Κρητικός"



Νικόλαος Γύζης "Παιδικοί Αρραβώνες", 1877. Λάδι σε μουσαμά


Ο Όρκος του Μαρκορά αποτελεί μια επικολυρική σύνθεση εμπνευσμένη από την Κρητική επανάσταση του 1866 και την ηρωική ανατίναξη της μονής του Αρκαδίου. Το ποίημα αναφέρεται σ’ ένα αρραβωνιασμένο ζευγάρι, την Ευδοκία και τον Μάνθο. Η Ευδοκία έχει φύγει από την Κρήτη με την έναρξη της επανάστασης, ενώ ο Μάνθος έχει μείνει πίσω κι έχει σκοτωθεί στο Αρκάδι. Μετά από τρία χρόνια απουσίας η Ευδοκία επιστρέφει στην Κρήτη για να βρει τον αγαπημένο της, χωρίς να γνωρίζει ότι εκείνος είναι ήδη νεκρός. Όταν η Ευδοκία βρεθεί αντιμέτωπη με τον κατεστραμμένο τόπο θα αισθανθεί την απώλεια του αγαπημένου και θα καταρρεύσει. Την αλήθεια για το τι έχει συμβεί, θα τη μάθει η Ευδοκία από το πνεύμα του Μάνθου που θα εμφανιστεί και θα της διηγηθεί τα γεγονότα. Το απόσπασμα που παρατίθεται αναφέρεται στο ταξίδι επιστροφής στην Κρήτη της Ευδοκίας και στη λαχτάρα που αισθάνεται η κοπέλα να δει ξανά τον αρραβωνιαστικό της.

Ο Μαρκοράς ανήκει στους μαθητές του Σολωμού και είναι εμφανώς επηρεασμένος από τις ποιητικές συνθέσεις του. Ο Όρκος, όπως και ο Κρητικός, έχει συντεθεί σε ομοιοκατάληκτo δεκαπεντασύλλαβo δίστιχo και είναι γραμμένος στη δημοτική γλώσσα. Παράλληλα αντλεί το θέμα του από τα γεγονότα των αγώνων της Κρήτης, οι βασικοί του ήρωες είναι Κρητικοί και το ύφος του ποιήματος είναι επικολυρικό.

Νικόλαος Γύζης "Μικρή χωρική". Λάδι σε ξύλο


Οι κοινές θεματικές με τον Κρητικό, που βρίσκουμε στο συγκεκριμένο απόσπασμα, έχουν να κάνουν με το γαλήνεμα της φύσης, το οποίο κι εδώ δίνεται σαν να είναι έργο κάποιας θεϊκής παρέμβασης. Η φύση βρίσκεται σε πλήρη ηρεμία και η ηρεμία αυτή μεταδίδεται και στους ταξιδιώτες, καθώς το θείο Πνεύμα στρέφει τα μάτια του και στο πλοίο, χαρίζοντας γαλήνη και στους κουρασμένους επιβάτες.
Η ηρωίδα του ποιήματος ανυπομονεί να φτάσει στο ακρογιάλι για να βρει τον αγαπημένο της, όπως και ο ήρωας του Κρητικού προσπαθεί να φτάσει στο ακρογιάλι για να σώσει την αγαπημένη του. Και στα δύο ποιήματα βέβαια η έλευση στο ακρογιάλι σημαίνει και τη συνειδητοποίηση πως το αγαπημένο τους πρόσωπο έχει πια πεθάνει.
Η θεματική της τόσο δυνατής αγάπης που ωθεί τους ήρωες σε δράση και τους επηρεάζει βαθιά, είναι παρούσα και στα δύο ποιήματα, κάνοντας αισθητή της επίδραση του ρομαντισμού.
Η Ευδοκία κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, παρά την παρέμβαση του θείου Πνεύματος που έχει αποκοιμίσει τους υπόλοιπους ταξιδιώτες, παραμένει ξύπνια και σκέφτεται τον αγαπημένο της. Η ηρωίδα αντιστέκεται στην κούραση και στη γαλήνη που επικρατεί παντού κι έχει αποκοιμίσει όλους τους άλλους, θυμίζοντάς μας την αντίσταση του Κρητικού στη δική του κούραση, αλλά και στους πειρασμούς της Φεγγαροντυμένης και του γλυκύτατου ήχου, στην προσπάθειά του να σώσει την αγαπημένη του. Τελικά η Ευδοκία θα παραδοθεί στον ύπνο, όπως κι ο ήρωας του Κρητικού δε θα κατορθώσει να αντισταθεί μέχρι τέλους και θα χάσει την αρραβωνιαστικιά του.
Τη στιγμή που η Ευδοκία παραδίνεται στον ύπνο νομίζει πως έχει επιστρέψει στην Κρήτη και αισθάνεται σα να έχει ξαπλώσει στα χορτάρια της πατρίδας της, όπως ο Κρητικός υπό την επίδραση των πειρασμών, επιστρέφει νοητά στον τόπο του.
Όταν η Ευδοκία παραδίνεται στον ύπνο, μια άκρη από τα μαλλιά της αγγίζει το μάγουλό της κι εκείνη νομίζει πως αισθάνεται το φιλί του αγαπημένου της, κάτι που της προκαλεί έντονα συναισθήματα, κι είναι σα να τρέχει στις φλέβες της ουράνια γλυκάδα. Αντιστοίχως, στον Κρητικό, το δάκρυ της φεγγαροντυμένης που αγγίζει το χέρι του, αποτελεί αφορμή για μια ριζική αλλαγή της προσωπικότητας του ήρωα. Η ιδέα πως ένα απλό άγγιγμα, μια επίφαση επαφής είναι ικανή να επηρεάσει σε τόσο μεγάλο βαθμό τα πρόσωπα του ποιήματος είναι σαφώς ρομαντική επίδραση.

Πηγή;

Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014

Ραγκαβής Αλέξανδρος Ρίζος "ΔΗΜΟΣ Κ' ΕΛΕΝΗ"

Το ποίημα «ΔΗΜΟΣ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗ» του Α. Ρ. Ραγκαβή


 Ο Αλέξανδρος  Ρίζος Ραγκαβής, συγγενής του Σούτσου, αρχίζει να γράφειστη δημοτική για να καταλήξει όπως και ο Σούτσος στην αυστηρή αρχαϊκή μορφή.
 Το 1831 ο Ραγκαβής γράφει το εκτενές, μολονότι ατελές, μελοδραματικό ποίημα  «Δήμος και Ελένη» σε δεκαπεντασύλλαβο στίχο, το οποίο έχει επίπλαστο χρώμα λαϊκό – ελληνικό, εξ ου και τα δημοτικά ονόματα των ηρώων.Ο δεκαπεντασύλλαβος στίχος είναι ο  κυρίαρχος στίχος της δημοτικής ποίησης, σύμφωνα με την αισθητική του ρομαντισμού που στρέφεται προς τις εθνικές παραδόσεις για άντληση μορφών και τρόπων έκφρασης. Ωσρτόσο, η γλώσσα είναι «συγυρισμένη» δημοτική με φανερή λόγια ψυχρότητα – επίδραση από γερμανούς συγχρόνους του ποιητή, ποιητές. Το ύφος είναι γλαφυρό, κομψό, χαριτωμένο, ανθηρό με πλούσιο λεξιλόγιο και εκφραστικά μέσα ( εικόνες, μεταφορές, κοσμητικά επίθετα και άλλα σχήματα λόγου ). Από τη λαϊκή παράδοση δανείζεται το όνομα «Δήμος» ο Ραγκαβής ή ακόμη και το επίπλαστο λαϊκό θέμα του. Γενικότερα, υπάρχει μια ιδιότυπη ανακολουθία ως προς τη χρήση της "συγυρισμένης"  δημοτικής γλώσσας –εμφανής στον ελληνικό ρομαντισμό. Ο ρομαντισμός χρησιμοποιεί σπάταλα τα εκφραστικά μέσα και οι ποιητές αποδίδουν τους στίχους τους με ρητορικό και μεγαλόστομο ύφος, κάτι που δεν αποφεύγει εδώ ο Αλ. Ρ. Ραγκαβής.

Παρατηρούμε, επίσης, ότι το ενδιαφέρον του ρομαντισμού δεν περιορίζεται στον άνθρωπο, αλλά αγκαλιάζει και τη φύση με όλο το μεγαλείο της. Με αυτόν τον τρόπο η σχέση του ανθρώπου, συμφιλιωμένου ή γοητευμένου από τη φύση, «Κρυσταλλωμένε Άθωνα…/και σύ, φύσις!», αντιτίθεται στον πολιτισμό του λόγου του διαφωτισμού. Μέσα από την εικόνα της φύσης προβάλλει η ίδια η θεϊκή δύναμη. Στους στίχους που αντλούν υλικό από το φυσικό κόσμο, καταδεικνύεται η επίδραση της φύσης στον άνθρωπο, αγαπημένο θέμα των ρομαντικών ποιητών.


Στο ποίημα "Δήμος και Ελένη", το οποίο  κατά τον Roderick Beaton αποτελεί το ρομαντικό φόρο τιμής στο δημοτικό τραγούδι, παρατηρούμε τα θέματα της ρομαντικής τεχνοτροπίας: αιμομιξία, υπερφυσικό στοιχείο, πάθη, ιδανικός έρωτας και αυτοκτονία:

πιστόλι δίστομο τραβά απ’ το χρυσό κεμέρι

τραβά, η φλόγα λάμπει……

..της φωτιάς του πιστολιού,

τινάχθηκε και χάθηκε


Η χρήση ακραίων συμπτώσεων και υπερβολών για την διεκπεραίωση της πλοκής, η εισαγωγή ασυνηθίστων και απρόσμενων συμβάντων, οι περιπέτειες πλεονάζουν και σε αυτήν την ιστορία αγάπης.

Ραγκαβής Αλέξανδρος Ρίζος
Δήμος κ’ ΕλένηΔΗΜΟΣ Κ' ΕΛΕΝΗ.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ.


ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΙΣ.
ΕΙΣ ΤΗΝ Κ…..

Τῶν στίχων μου ἀνθόλευκη, ἀτμοπλασμένη Μοῦσα,
Χρυσῆ σκιὰ 'ς τὸ ὕφασμα τοῦ βίου μου πλεγμένη,
Εἰς σέ, ὁποῦ οἱ πόθοι μου τειλίζουν φλογισμένοι,
Εἰς σέ, ὁποῦ ἀπήντησα 'ς τὰ σκότη ποῦ περνοῦσα,
Προσφέρεται τὸ ποίημα· μειδίαμα προσμένει
Τοὺς στίχους σὺ μ' ἐνέπνεες, κι' ἐγώ τους τραγουδοῦσα
Ἐσύ τὲς βαφές μ' ἔδιδες καὶ τὰς ἀντανακλοῦσα·
Κ' ἂν τὴν Ἑλένην ἔψαλα, σὺ ἤσουν ἡ Ἑλένη.
Καθὼς στεφάν' εἰς τὸν βωμὸν κρεμνοῦσαν τῶν Χαρίτων,
Κ' αἱ Χάριτες τ' ἀρώματα ποῦ μαραμένον χύνει
Ἐδέχοντο μ' εὐγένειαν καὶ μ' ἦθος τὸ γλυκύ των,
Ὁμοίως ἡ καρδία μου τοὺς στίχους μου σ' ἀφήνει.
Ἂς ἐμαραίνοντ' ὡς αὐτό, ἡ τύχη των ἂν ἦτον
Μειδίαμά σου εὐμενὲς ν' ἀξιωθοῦν κ' ἐκεῖνοι.


ΕΛΕΝΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣ.
Α.
Τὰ περίχωρα του Σαραγιοῦ.

Κρύψε, βοσκὲ, τὴν κάϊδα σου καὶ παῦσε τὰ τραγούδια.
'Σ τὰ ἄστρα τὰ παράθυρα τοῦ σαραγιοῦ γιαλίζουν·
Ἀράπιδες 'ς τοῦ χαρεμιοῦ τὴν θύραν ῥουχαλίζουν. -
Βλέπεις τὴν κάτασπρη μορφὴ 'ς τοῦ κήπου τὰ λουλούδια;
Πές, πές με, εἶναι σύννεφο, σταλμέν' ἀπὸ τὴ δύσι
Τοῦ παλατιοῦ τ' ἀμάραντα λουλούδια νὰ ποτίσῃ;
Ἢ εἶναι ἀνεράϊδα μ' ἀτμῶν ἐπανωφόρι
Καὶ ἦλθε τὸ κηλάϊδισμα τῶν ἀηδονιῶν ν' ἀκούσῃ;
Ἢ ἴσως εἶναι μιὰ Οὐρὶ τῶν παραδείσων κόρη,
Ποῦ 'ς τὸ ποτάμι πέταξε τὸ σῶμα της νὰ λούσῃ;
Σὰν καταχνιὰ καλοκαιρνὴ τριγύρω 'ς τὸ φεγγάρι
Τὸ ἐλαφρόν της φόρεμα τοὺς ὤμους της σκεπάζει.
Μέσα 'ς τοὺς θόλους τριγυρνᾷ τῶν λουλουδιῶν· καὶ μοιάζει
Πουλὶ 'ς τὴν ἐλαφρότητα καὶ ἄγγελος 'ς τὴ χάρι.
Τοὺς κρίνους τοῦ παρθενικοῦ μετώπου της, χρυσώνει
Δωδεκαπλὰ ἡ εὔμορφη πλεξοῦδα της πλεγμένη,
Σὰν βασιλίσσης πάγχρυσο διάδημα δεμένη,
Ἢ σὰν ἀκτίνων στέφανος ποῦ τὸ φεγγάρι ζώνει.
Τῶν πληϊάδων τὲς φωτιὲς ποῦ ἄπαυστα κινοῦνται,
Τῶν ἀνησύχων της ματιῶν τὰ βλέμματα μιμοῦνται.
Ἄλλοτε φλόγες ἄναφτε ἡ ζωηρὴ ματιά της,
Μὰ τώρα λύπης κάλυμμα τὸ βλέμμα της σκεπάζει,
Καὶ δάκρυο 'ς τὰ μάγουλα τὰ ῥοδοκόκκινά της
Σὰν δρόσος εἰς γαρόφαλον μισανοιγμένον στάζει·
Ἀγγέλων χαμογέλασμα 'ς τὰ χείλια της πεθαίνει,
Τὸ στῆθος της ἐνθύμησις κρυφὴ ἀνασηκώνει,
Καθὼς ἂν ἀπὸ θύελλαν ἐχθεσινὴν δαρμένη
Ἡ ζαφυρένια θάλασσα τὸν κόλπον της φουσκώνῃ·
Δὲν εἶναι οὔτε σύννεφο μὲ πάχνη ποτισμένον,
Οὔτε Οὐρὶ χιονόστηθη οὐρανογεννημένη,
Οὔτ' ἄγγελος μὲ πρόσωπο ἀκτινοφωτισμένον·
Εἶν' ἡ στολὴ τῶν γυναικῶν, εἶν' ἡ γλυκιὰ Ἑλένη·
Ἡ φύσις ἀνεξάντλητος ἐντελειῶν ἐργάτης,
Εἰς τὴν πλουσίαν ἤντλησε πηγὴν τῶν θησαυρῶν της,
Κ' ἀφ' οὗ λαμπρὰ ἐπροίκισε τὸ ἀριστούργημά της,
Τὴν εἶδε, καὶ ἐθαύμασε τὸ ἔργον τῶν χειρῶν της.
Ἐδὼ τολμηρὰ πνεύματα, αὐθάδεις νόες, διέτε!
Ἐσεῖς ποῦ 'ς τὴν μανίαν σας «Θεὸς δὲν εἶναι» λέτε.
Κυττάξτε τὰ ἁρμονικὰ οὐράνιά της κάλλη·
Ποιὸ ἄλλο χέρ' ἠμπόρεσε νὰ τὰ χαράξῃ, πέτε,
Ποιὸς ἄλλος νοῦς, ποιὰ φρόνησις νὰ τὰ συλλάβῃ ἄλλη,
Παρὰ ἐκείνη π' οὐρανοὺς μὲ ἄστρα περιχύνει,
Καὶ ποῦ 'ς τὸν ἥλιο στέφανον χρυσῶν ἀκτίνων δίνει;
«Ψυχή δὲν εἶναι» εἴπετε 'ς τὴν ἀσεβῆ σας ζάλη·
Ἐδὼ τὰ οὐρανόβαφα τὰ μάτι' αὐτὰ κυττάξτε,
Κυττάξετε τοὺς φλογεροὺς μαγνήτας, καὶ φωνάξτε
«Ψυχὴ δὲν εἶναι· » Μιὰ ματιὰ γοργή της θὰ σᾶς μάθῃ
Πῶς ζῇ εὐαίσθητη ψυχὴ 'ς τοῦ στήθους σας τὰ βάθη·
Σηκώθηκέτε κι' εἴπετε: «Δὲν εἶν' ἀθανασία!»
Στάκτη σᾶς φαίνετ' ἡ μορφὴ ἐκείν' ἡ οὐρανία;
Σ' τὰ κάλλη της ἀθάνατη δὲ βλέπετε ἀκτῖνα;
Τῶν θαυμαστῶν θελγήτρων της θνητ' εἶν' ἡ ἁρμονία;
Μέσα 'ς τὸν τάφο θὰ σβυσθοῦν τὰ βλέμματα, ἐκεῖνα
Ποῦ 'ς τὲς καρδιὲς ποῦ φλόγισαν αἰώνια θὰ ζήσουν;
Ἀφῆστε μὸν τὰ χέρια σας τὰ χέρια της ν' ἀγγίσουν,
Γευθεῖτε τοῦ ἀγγελικοῦ φιλιοῦ της τὴ μαγία,
Καὶ τότ' ἀποκριθεῖτε μας Δὲν εἶν' ἀθανασία;

Εἰς δένδρα γιγαντόσωμα, 'ς τοὺς βράχους ῥιζωμένα,
Μ' ἄγριες ῥίζες, μὲ κλαδιὰ ὁλόγυμνα καὶ μαῦρα,
Κ' ἀπὸ ἀνεμοστρόβυλλα κι' ἀπὸ βροντὲς δαρμένα,
Φυσᾷ τοῦ κάκου ἡ γλυκιὰ, ἡ μυρισμένη αὖρα·
Τοῦ κάκου θέλει ἀνθισμὸν καινούριον νὰ τὰ δώσῃ·
Μὸν τὸν βοριὰ αἰσθάνονται ποῦ θὰ τὰ ξεῤῥιζώσῃ.
Ὅμως τὸ ἄνθος τὸ σεμνὸν ὁποῦ ὁ κῆπος τρέφει,
Κ' ἂν σ' τοῦ ἡλίου τὲς φωτιὲς τὰ φύλλα του μαζώνῃ
Ὅταν τὸ βράδι δροσερὴ ἡ αὖρα ἐπιστρέφη,
Εὐαίσθητο, τὸ τρυφερὸ κεφάλι του σηκώνει·
Ἔτζι κι' ὁ ἄνθρωπος· ἀφ' οὗ τὰ πάθη τὸν σκληρύνουν,
Καὶ 'ς τὴ ψυχή του φυτευθοῦν, καὶ ῥιζωθοῦν, καὶ γίνουν
Σκουλήκια τῆς καμμένης του καὶ δυστυχοῦς καρδίας,
Τοῦ κάκου εἰς γλυκήσυχα αἰσθήματα θρῃσκείας
Γυρεύει φίλους συμπαθεῖς νὰ τὸν παρηγορήσουν
Μόλις οἱ κλόνοι τὸν κινοῦν ποῦ θὰ τὸν ἀφανίσουν·
Ἀλλὰ τῆς κόρης ἡ καρδιὰ ἡ τρυφεροπλασμένη,
Κ' ἂν βάσανα τὴν τυραννοῦν, κι' ἂν λύπη τὴν μαραίνῃ
Κ' ἂν τὴν σκοτώνουν πάθη της ἢ ξένοι βασιλίσκοι,
Εἰς ἥσυχα καὶ εἰς γλυκὰ αἰσθήματ' ἀνοιγμένη,
Σ' τὴν προσευχὴ παρηγοριὰ καὶ εὐτυχία βρίσκει.
Σ' τὰ ἄνθη τοῦ περιβολιοῦ, ποῦ χάθηκ' ἡ Ἑλένη;
Ἰδοὺ ἐκεῖ· δυὼ δάκρυα τὸ χέρι της σκουπίζει·
Ἰδοὺ 'ς τὰ τριαντάφυλλα, τὴν βλέπω, γονατίζει·
Προσεύχεται· Προσεύχεται! ὥ σεῖς εὐτυχισμένοι,
Σεῖς μόνοι ὅσοι εἴχετε ἐκ τύχης ποτὲ φθάσει
Μιὰν εὔμορφην 'ς τῆς προσευχῆς τὴν ὧραν νὰ ἰδῆτε!
Ἐσεῖς ἐκείνης τῆς σκηνῆς τὴν χάριν αἰσθανθεῖτε·
Ποιὰ γλῶσσ' ἀνθρωπολάλητη μπορεῖ νὰ τὴν ἐκφράσῃ;
Προσεύχεται! 'ς τὸν οὐρανὸ τὰ μάτια της στραμμένα,
Θαῤῥεῖς ἀκτίνων δέμματα πῶς στέλνουν 'ς τὸ φεγγάρι,
Καὶ τὰ ὡραῖα μέλλη της 'ς τὸ φῶς ζωγραφισμένα,
Προσθέτουν κάτι μαγικὸ 'ς τὴν θελκτικήν τους χάρι·
Ποιὰν ἄραγε θεότητα ὑμνεῖ ἡ προσευχή της;
Τὴν ξαναψάλλ' εἰς τὸν Θεὸν ἀγγέλων συνοδία,
Ἢ τῶν ἐγγόνων τοῦ Ὀσμὰν τὴν δέχετ' ὁ προφήτης;
Τί ἄκουσα; ἐπρόφερε τὴν λέξιν «Παναγία»!
Ναί, σ' ὀρθοδόξων χριστιανῶν τὸ δόγμα βαπτισμένη,
Σὰν νέον ἄνθος ἔλαμπε σ' τὸ πατρικό της χῶμα·
Ἀφ' οὗ πλὴν τὴν ξεῤῥίζωσαν ἀνήλικην ἀκόμα,
Τοῦ παλατιοῦ ὁ πνιγηρὸς ἀέρας τὴν μαραίνει·
Τοῦ κάκου ὅμως ἥμερος ὁ ἄγριος Ἀχμέτης
Κλίνει γεμάτος ἔρωτα τὰ τούγια του μπροστά της·
Ποτὲ δὲν ἀποκρίθηκε 'ς τὴ φλόγα του· ποτέ της
Δὲν πλήρωσε τὰ πάθη του μὲ μιὰ γλυκιὰ ματιά της·
Μέσα εἰς δάκρυα ξυπνᾷ, εἰς δάκρυα κοιμᾶται,
Καὶ ὁ Πασᾶς τὴν σέβεται καὶ σιωπᾷ κι ἐλπίζει·
Ἡ ἀρετή της προσταγὲς δὲν ἔχει νὰ φοβᾶται,
Καὶ τῆς ζωῆς της τὲς στιγμὲς εὐνοῦχος δὲν ὁρίζει.
Πλὴν γιατὶ ἄραγ' ὁ πασᾶς νὰ ἀγαπᾶ τοῦ κάκου;
Τὴν παγωμένην της καρδιὰ δὲν μπόρεσε νὰ κάμψῃ;
Γυναῖκα χωρὶς ἔρωτα εἶν' ἥλιος χωρὶς λάμψι·
Ἢ, ἴσως ἄλλον ἀγαπᾷς, κόρη γλυκιὰ τοῦ Λιάκου;
Τοῦ Λιάκου; Λιάκος! τ' ὄνομα μὲ εἶναι γνωρισμένο
Συχνὰ μὲ κρότον τουφεκιῶν τὸ ἄκουσαν οἱ βράχοι
Πασᾶδες τρεῖς 'ς τὸν τάφον τους τὸ ἔχουν ἀκουσμένο.
Συχνὰ σὰν βρόντος κανονιοῦ ἀκούσθηκε 'ς τὴν μάχη·
Οἱ Τοῦρκοι, Λιάκος ἄκουαν καὶ 'ς τὴν φυγὴ γυρνοῦσαν,
Κ' οἱ κλέφτες Λιάκος ἔλεγαν, κι' ὡρμοῦσαν, καὶ νικοῦσαν.
Σήμερα Λιάκο 'ς τὰ βουνὰ τοῦ κάκου θὰ ζητήσῃς,
Θὰ τὸν φωνάζῃς καὶ βουβὴ θὰ σιωπᾷ ἡ φύσις.