Από την Ολβία Παπαηλίου
Το 1636, μια νεαρή 17 ετών ονόματι Άννα Νεάντερ (1615-1689), προσχώρησε σε γάμου κοινωνία με τον κληρικό Γιοχάννες Παρτάτιους. Η κοπέλα ήταν κόρη κληρικού και είχε χάσει και τους δύο της γονείς το 1629 - από τότε διέμενε στην πόλη Königsberg, όπου και φημολογείται πως γνωρίστηκε με τον ποιητή Σίμωνα Ντάχ. Ακολούθως, ο ποιητής ανέλαβε να γράψει κατά παραγγελία ένα νυφικό ποιήμα, στο οποίο θα υμνούνταν οι χάρες της νεαρής Άννας. Υπάρχουν υποψίες πως ο Σίμωνας Ντάχ είχε νοιώσει κεραυνοβόλο έρωτα προς τη δεσποινίδα Νεάντερ, αλλά αυτό παραμένει έως στιγμής ανεξακρίβωτο ( εκτός από ότι είναι αυταπόδεικτο άν ακολουθηθεί η συλλογιστική που προτείνεται σε αυτό το κείμενο, όπως θα τεθεί στους ευγενικούς και υπομονετικούς αναγνώστες).
Το ποίημα που συνέθεσε ο Λυρικός Σίμων, εξυμνεί τα συναισθήματα ανδρός τινός: η Άννα είναι η παλιά και μόνη αληθινή αγάπη, η ζωή, τα πλούτη και το χρυσάφι του: παραδίδει την καρδιά της σε θλίψη και σε χαρά να΄ναι δική του, είναι ό,τι καλό ο ουρανός εδέησε - πιό ψυχή από την ψυχή του, σάρκα από τη σάρκα, αίμα από το αίμα. Και έτσι συνεχίζει ο ανώνυμος άνδρας (που εμείς θα πρέπει να αναγνώσουμε ως Γιοχάννες Παρτάτιους, δεδομένου του ότι ο μέλλων σύζυγος θα ήταν αυτός που θα είχε μισθώσει τον εν λόγω ποιητή). Ο ποιητής μας, είναι πιθανό να είχε νοιώσει παρόμοια συναισθήματα, είτε για την δεσποινίδα Νεάντερ, είτε για οποιαδήποτε άλλη δεσποσύνη - είναι προνόμιο των τρυφερών λυρικών ψυχών να υψιπετούν σε σφαίρες διονυσιακές, προτού μπορέσουν να αποδώσουν στο συναίσθημα τους το απολλώνιο φως που η ποίηση έχει τόσο ανάγκη: ωστόσο, μέσα σε αυτόν τον καταιγισμό συναισθήματος όπου η γλυκειά Άννα γίνεται το αρνάκι, το κοτοπουλάκι και η περιστέρα είτε του συζύγου της, είτε του ποιητή, είτε εν τέλει και των δύο: ο Σίμωνας κερδίζει στα σημεία την καρδιά μου με τον πιο αληθινό του στοίχο: " οι κλωστές των ζωών μας ενώθηκαν σε μία".
Η νεαρή Άννα, παρέμεινε παντρεμένη με τον πρώτο της σύζυγο έως το 1646 - δέκα χρόνια γάμου, μέχρι το θάνατό του. Κατόπιν, η νεαρή χήρα παντρεύτηκε τον Χριστόφορο Πιτ, που ανέλαβε την ενορία του πρώτου της συζύγου (κατά τα τότε έθιμα, οι χήρες κληρικών δίνονταν ως σύζυγοι σε άλλους κληρικούς, δεδομένου του ότι η εκκλησία δεν είχε τους απαραίτητους πόρους ώστε να τις αποκαταστήσει). Ο Αιδεσιμότατος Πιτ απεβίωσε μετά έξι έτη γάμου, και ακολούθως η Άννα (χήρα Παρτάτιους, χήρα Πιτ, γεννηθείσα Νεάντερ) δόθηκε ως σύζυγος στον Αιδεσιμότατο Ιωάννη Αλβέρτο Μπάινσταϊν,με τον οποίο φαίνεται να έζησε έως το θάνατό του το 1676. Η "Αννούλα από το Θαράου" έζησε παντρεμένη με τρείς διαδοχικούς συζύγους από το 1636 έως το 1676, σαράντα χρόνια γάμων: κι όμως, έμεινε στη μνήμη ενός λαού μέσα από ένα τραγούδι γραμμένο από κάποιον ποιητή, που φημολογείτο πως την αγάπησε. Έκτοτε, ακόμα και η "πατρότητα" του ποιήματος έχει αμφισβητηθεί, με μερίδα των μελετητών να το αποδίδουν σε κάποιο μουσικό και φίλο του Σίμωνος Ντάχ ονόματι Χάινριχ Άλμπερτ, που φέρεται και ως ο συνθέτης της νυφικής μελωδίας της Άννας.
Μα το γεγονός παραμένει: το όνομα της Άννας είναι παντοτεινά δεμένο με το όνομα του ποιητικού ποιητή Σίμωνα. Στο όνομα της τέχνης, και του αμφίβολου έρωτα, και της υπερρεαλιστικής ζωής: τα νήματα δύο διαφορετικών ζωών, σε ένα υφάδι βρέθηκαν.
ANNIE of Tharaw, my true love of old,
She is my life, and my goods, and my gold.
Annie of Tharaw her heart once again
To me has surrendered in joy and in pain.
Annie of Tharaw, my riches, my good,
Thou, O my soul, my flesh, and my blood!
Then come the wild weather, come sleet or come snow,
We will stand by each other, however it blow.
Oppression, and sickness, and sorrow, and pain
Shall be to our true love as links to the chain.
As the palm-tree standeth so straight and so tall,
The more the hail beats, and the more the rains fall,
So love in our hearts shall grow mighty and strong,
Through crosses, through sorrows, through manifold wrong.
Shouldst thou be torn from me to wander alone
In a desolate land where the sun is scarce known,
Through forests I’ll follow, and where the sea flows,
Through ice, and through iron, through armies of foes.
Annie of Tharaw, my light and my sun,
The threads of our two lives are woven in one.
Whate’er I have bidden thee thou hast obeyed,
Whatever forbidden thou hast not gainsaid.
How in the turmoil of life can love stand,
Where there is not one heart, and one mouth, and one hand?
Some seek for dissension, and trouble, and strife;
Like a dog and a cat live such man and wife.
Annie of Tharaw, such is not our love;
Thou art my lambkin, my chick, and my dove.
Whate’er my desire is, in thine may be seen;
I am king of the household, and thou art its queen.
It is this, O my Annie, my heart’s sweetest rest,
That makes of us twain but one soul in one breast.
This turns to a heaven the hut where we dwell;
While wrangling soon changes a home to a hell.
Το 1636, μια νεαρή 17 ετών ονόματι Άννα Νεάντερ (1615-1689), προσχώρησε σε γάμου κοινωνία με τον κληρικό Γιοχάννες Παρτάτιους. Η κοπέλα ήταν κόρη κληρικού και είχε χάσει και τους δύο της γονείς το 1629 - από τότε διέμενε στην πόλη Königsberg, όπου και φημολογείται πως γνωρίστηκε με τον ποιητή Σίμωνα Ντάχ. Ακολούθως, ο ποιητής ανέλαβε να γράψει κατά παραγγελία ένα νυφικό ποιήμα, στο οποίο θα υμνούνταν οι χάρες της νεαρής Άννας. Υπάρχουν υποψίες πως ο Σίμωνας Ντάχ είχε νοιώσει κεραυνοβόλο έρωτα προς τη δεσποινίδα Νεάντερ, αλλά αυτό παραμένει έως στιγμής ανεξακρίβωτο ( εκτός από ότι είναι αυταπόδεικτο άν ακολουθηθεί η συλλογιστική που προτείνεται σε αυτό το κείμενο, όπως θα τεθεί στους ευγενικούς και υπομονετικούς αναγνώστες).
Το ποίημα που συνέθεσε ο Λυρικός Σίμων, εξυμνεί τα συναισθήματα ανδρός τινός: η Άννα είναι η παλιά και μόνη αληθινή αγάπη, η ζωή, τα πλούτη και το χρυσάφι του: παραδίδει την καρδιά της σε θλίψη και σε χαρά να΄ναι δική του, είναι ό,τι καλό ο ουρανός εδέησε - πιό ψυχή από την ψυχή του, σάρκα από τη σάρκα, αίμα από το αίμα. Και έτσι συνεχίζει ο ανώνυμος άνδρας (που εμείς θα πρέπει να αναγνώσουμε ως Γιοχάννες Παρτάτιους, δεδομένου του ότι ο μέλλων σύζυγος θα ήταν αυτός που θα είχε μισθώσει τον εν λόγω ποιητή). Ο ποιητής μας, είναι πιθανό να είχε νοιώσει παρόμοια συναισθήματα, είτε για την δεσποινίδα Νεάντερ, είτε για οποιαδήποτε άλλη δεσποσύνη - είναι προνόμιο των τρυφερών λυρικών ψυχών να υψιπετούν σε σφαίρες διονυσιακές, προτού μπορέσουν να αποδώσουν στο συναίσθημα τους το απολλώνιο φως που η ποίηση έχει τόσο ανάγκη: ωστόσο, μέσα σε αυτόν τον καταιγισμό συναισθήματος όπου η γλυκειά Άννα γίνεται το αρνάκι, το κοτοπουλάκι και η περιστέρα είτε του συζύγου της, είτε του ποιητή, είτε εν τέλει και των δύο: ο Σίμωνας κερδίζει στα σημεία την καρδιά μου με τον πιο αληθινό του στοίχο: " οι κλωστές των ζωών μας ενώθηκαν σε μία".
Η νεαρή Άννα, παρέμεινε παντρεμένη με τον πρώτο της σύζυγο έως το 1646 - δέκα χρόνια γάμου, μέχρι το θάνατό του. Κατόπιν, η νεαρή χήρα παντρεύτηκε τον Χριστόφορο Πιτ, που ανέλαβε την ενορία του πρώτου της συζύγου (κατά τα τότε έθιμα, οι χήρες κληρικών δίνονταν ως σύζυγοι σε άλλους κληρικούς, δεδομένου του ότι η εκκλησία δεν είχε τους απαραίτητους πόρους ώστε να τις αποκαταστήσει). Ο Αιδεσιμότατος Πιτ απεβίωσε μετά έξι έτη γάμου, και ακολούθως η Άννα (χήρα Παρτάτιους, χήρα Πιτ, γεννηθείσα Νεάντερ) δόθηκε ως σύζυγος στον Αιδεσιμότατο Ιωάννη Αλβέρτο Μπάινσταϊν,με τον οποίο φαίνεται να έζησε έως το θάνατό του το 1676. Η "Αννούλα από το Θαράου" έζησε παντρεμένη με τρείς διαδοχικούς συζύγους από το 1636 έως το 1676, σαράντα χρόνια γάμων: κι όμως, έμεινε στη μνήμη ενός λαού μέσα από ένα τραγούδι γραμμένο από κάποιον ποιητή, που φημολογείτο πως την αγάπησε. Έκτοτε, ακόμα και η "πατρότητα" του ποιήματος έχει αμφισβητηθεί, με μερίδα των μελετητών να το αποδίδουν σε κάποιο μουσικό και φίλο του Σίμωνος Ντάχ ονόματι Χάινριχ Άλμπερτ, που φέρεται και ως ο συνθέτης της νυφικής μελωδίας της Άννας.
Μα το γεγονός παραμένει: το όνομα της Άννας είναι παντοτεινά δεμένο με το όνομα του ποιητικού ποιητή Σίμωνα. Στο όνομα της τέχνης, και του αμφίβολου έρωτα, και της υπερρεαλιστικής ζωής: τα νήματα δύο διαφορετικών ζωών, σε ένα υφάδι βρέθηκαν.
ANNIE of Tharaw, my true love of old,
She is my life, and my goods, and my gold.
Annie of Tharaw her heart once again
To me has surrendered in joy and in pain.
Annie of Tharaw, my riches, my good,
Thou, O my soul, my flesh, and my blood!
Then come the wild weather, come sleet or come snow,
We will stand by each other, however it blow.
Oppression, and sickness, and sorrow, and pain
Shall be to our true love as links to the chain.
As the palm-tree standeth so straight and so tall,
The more the hail beats, and the more the rains fall,
So love in our hearts shall grow mighty and strong,
Through crosses, through sorrows, through manifold wrong.
Shouldst thou be torn from me to wander alone
In a desolate land where the sun is scarce known,
Through forests I’ll follow, and where the sea flows,
Through ice, and through iron, through armies of foes.
Annie of Tharaw, my light and my sun,
The threads of our two lives are woven in one.
Whate’er I have bidden thee thou hast obeyed,
Whatever forbidden thou hast not gainsaid.
How in the turmoil of life can love stand,
Where there is not one heart, and one mouth, and one hand?
Some seek for dissension, and trouble, and strife;
Like a dog and a cat live such man and wife.
Annie of Tharaw, such is not our love;
Thou art my lambkin, my chick, and my dove.
Whate’er my desire is, in thine may be seen;
I am king of the household, and thou art its queen.
It is this, O my Annie, my heart’s sweetest rest,
That makes of us twain but one soul in one breast.
This turns to a heaven the hut where we dwell;
While wrangling soon changes a home to a hell.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου