Παρασκευή 25 Απριλίου 2014

Μένιππος. Φοίνικας, δούλος, φιλόσοφος και τοκογλύφος.

πηγή εικόνας:

O Μένιππος (3ος αιώνας π.Χ) ήταν κυνικός φιλόσοφος και σατιρικός συγγραφέας που γεννήθηκε στα Γάδαρα της Συρίας (Μένιππος εκ Γαδάρων). Η Μενίππεια σάτιρα έμεινε ονομαστή.
Αντάξιο επιτάφιο της σατιρικής του φύσης του έγραψε ο Διογένης Λαέρτιος.
Διογένης Λαέρτιος
 «Μένιππος. Και αυτός κυνικός ήταν, από γεννησιμιού του Φοίνικας και σκλάβος, όπως λέει ο Αχαϊκός στα «Ηθικά». Ο Διοκλής λέει πως ο αφέντης του ήταν Πόντιος και τον έλεγαν Βάτωνα. Κατόρθωσε δε πληρώνοντας γερά να γίνει και Θηβαίος. *
Δεν έγραψε και κάτι σπουδαίο. Τα βιβλία του είναι για γέλια, και μοιάζουν κάπως με αυτά του Μελέαγρου, που ήταν σύγχρονός του.
Γράφει δε ο Έρμιππος πως έγινε τοκογλύφος και έτσι του άρεσε να τον λένε. Δάνειζε τους καραβοκύρηδες με ενέχυρο και έτσι μάζεψε μπόλικα χρήματα.
Στο τέλος τα βαρέθηκε όλα, τον έπιασε μελαγχολία και πήγε και κρεμάστηκε. κι εμείς τον κοροϊδέψαμε έτσι:
-Φοίνικα γενιά, σκύλος Κρητικός
τοκογλύφος τ’ όνομά του
κάπως έτσι γνώρισα τον Μένιππο.
Κάποτε πήγε και χώθηκε στη Θήβα
και πέταξε τα πάντα, γιατί δεν κατάλαβε τι θα πει να είσαι σκύλος (κυνικός φιλόσοφος)
και κρεμάστηκε μόνος του.-
Μερικοί δε λένε πως τα βιβλία του δεν τα έγραψε αυτός αλλά είναι του Διονύσιου και του Ζώπυρου από την Κολοφώνα, οι οποίοι τα έγραψαν για πλάκα και του τα έδωσαν γιατί αυτός μπορούσε να τα πουλήσει πιο εύκολα.» **
(μετάφραση Δημήτρης Σκουρτέλης)
------------
* Μην ξεχνάμε πως ο Κάδμος ο ιδρυτής της Θήβας ήταν και αυτός Φοίνικας.
**Γεννημένοι έμποροι και τοκογλύφοι οι Φοίνικες…

Όπως είπαμε, τα έργα του δεν έχουν σωθεί. Παραθέτουμε δυο διαλόγους του Λουκιανού που (και πάλι) σατιρίζουν τον Μένιππο, και υποθέτουμε πως μιμούνται και τον τρόπο έκφρασής του:
(δεν λέω την λέξη «γραφή» διότι μιλάω Ελληνικά ακόμη, και ο Λουκιανός δε νομίζω να μιμήθηκε την γραμματοσειρά του, τον γραφικό του χαρακτήρα ή το Φοινικικό αλφάβητο)

Ο Μενίππου και Χείρωνος διάλογος
του Λουκιανού
«MΕΝ. Ήκουσα, Χείρων, πως ενώ ήσουν θεός επιθύμησες ν΄αποθάνεις.
ΧΕΙΡ. Αλήθεια είναι αυτό που άκουσες, Μένιππε, και καθώς βλέπεις απέθανα αν και θα μπορούσα να είμαι απέθαντος.
ΜΕΝ. Τι έπαθες και σου ήρθε έτσι αυτός ο έρωτας στο θάνατο που για τους ανθρώπους είναι ανεπιθύμητος;
ΧΕΙΡ. Θα πω σε σένα γιατί δεν είσαι κανένας ανόητος . Λοιπόν επιθύμησα το θάνατο γιατί δεν εύρισκα πια κανένα θέλγητρο στην αθανασία.
ΜΕΝ. Δεν σου ήταν ευχάριστο να ζης και να βλέπεις το φως;
ΧΕΙΡ. Όχι, Μένιππε. γιατί κατά τη γνώμη μου το ευχάριστο βρίσκεται στην ποικιλία και όχι στη μονοτονία . Εγώ δε με το να ζω στον αιώνα τον άπαντα και να απολαμβάνω τα ίδια και τα ίδια : ηλίου, φωτός, τροφής, ενώ οι εποχές έρχονταν και παρέρχονταν πάντα όμοιες και τα φυσικά φαινόμενα ήταν πάντα στον καιρό τους τα ίδια σαν ν΄ ακολουθούσαν το ένα το άλλο μπούχτισα απ΄όλα αυτά. Γιατί η ευχαρίστηση δεν υπάρχει στο να απολαμβάνει κανείς πάντα τα ίδια πράγματα, αλλά και στο να μην έχει κανείς μερικά απ΄αυτά.
ΜΕΝ. Σωστά μιλάς, Χείρων. Δεν μου λες τώρα που σου φαίνεται η εδώ στον Άδη κατάσταση αφού την προτίμησες και ήρθες εδώ;
ΧΕΙΡ. Δεν τη βρίσκω άσχημη. γιατί η ισότητα είναι απόλυτα κοινή και δεν υπάρχει καμιά διαφορά αν αυτό γίνεται στο σκοτάδι ή στο φως. Εξάλλου ούτε διψάει κανείς εδώ όπως επάνω ούτε πεινάει, αλλά από όλες αυτές τις ανάγκες είμαστε απαλλαγμένοι.
ΜΕΝ. Πρόσεξε, Χείρων, μήπως βρεθείς σε αντίφαση με τον εαυτό σου και και για τα εδώ τα ίδια που είπες και για τα επάνω.
ΧΕΙΡ. Πως το λες αυτό;
ΜΕΝ. Να, αν τον καιρό που ζούσες το να γίνονται πάντα όλο τα ίδια και τα ίδια σ΄έκαναν να βαρεθείς τη ζωή σου και τα εδώ επειδή είναι τα ίδια μπορούν επίσης να σε κάμουν να βαρεθείς και τότε θ΄αναγκασθείς να ζητήσεις ν΄αλλάξεις κατάσταση και απ΄ εδώ να πας αλλού, πράγμα που μου φαίνεται αδύνατον.
ΧΕΙΡ. Τι πρέπει λοιπόν κανείς, Μένιππε, να κάνει;
ΜΕΝ. Είμαι της γνώμης πως πρέπει να κάνεις εκείνο που λένε πως κάνει ο κάθε φρόνιμος άνθρωπος: Το να αρκείσαι και να μένεις ευχαριστημένος με ό,τι έχεις και τίποτα απ΄ αυτά δεν το νομίζεις ανυπόφορο.

Χάρωνος και Μενίππου (του ίδιου)
«ΧΑΡ. Πλήρωσέ μου το ναύλο, βρε καταραμένε.
ΜΕΝ. Φώναζε όσο θέλεις, Χάρων, αν σ΄ αρέσει να φωνάζεις.
ΧΑΡ. Πλήρωσέ μου τον κόπο μου, σου λέω, μια που σε πέρασα.
ΜΕΝ. Από εκείνον που δεν έχει δεν θα πάρεις τίποτα.
ΧΑΡ. Μα υπάρχει κανείς που να μην έχει ένα οβολό;
ΜΕΝ. Αν υπάρχει κανένας άλλος δεν ξέρω. Εγώ όμως δεν έχω.
ΧΑΡ. Τζάμπα λοιπόν έκαμες το ταξίδι;
ΜΕΝ. Ο Ερμής θα σου πληρώσει το ναύλο μου, αυτός που με παρέδωσε σε σένα.
ΕΡΜ. Καλά, μα το Δία, την έπαθα, αν υποχρεωθώ να πληρώνω (και τα ναύλα) των πεθαμένων.
ΧΑΡ. Δεν θα σ΄αφήσω να μου ξεφύγεις (Μένιππε).
ΜΕΝ. Αν θέλεις (να σε πληρώσω), τράβηξε έξω το πέραμα και περίμενε. Μα αφού δεν έχω, πως θα πληρώσω.
ΧΑΡ. (Μα δεν μου λες) δεν ήξερες πως έπρεπε να πληρώσεις ναύλο;
ΜΕΝ. Το ήξερα, αλλά δεν είχα. Έπρεπε λοιπόν γι΄ αυτό και να μην πεθάνω;
ΧΑΡ. Μόνο λοιπόν εσύ (από όλους τους πεθαμένους) θα καυχιέσαι πως ταξίδεψες τζάμπα;
ΜΕΝ. Όχι τζάμπα, φίλε μου, γιατί και νερά έβγαλα (από το καϊκι) και κουπί τράβηξα και ήμουν ο μόνος από τους επιβάτες σου που δεν έκλαιγα.
ΧΑΡ. Αυτά δεν αξίζουν τίποτα για τον περαματάρη. Πρέπει να πληρώσεις τον οβολό, γιατί δεν μπορεί να γίνει αλλοιώς.
ΜΕΝ. (Αν είναι έτσι) φέρε με λοιπόν πάλι στη ζωή.
ΧΑΡ. Αστειεύεσαι· για να με τσακίσει στο ξύλο ο Αιακός!
ΜΕΝ. Έ, τότε άφησέ με ήσυχο.
ΕΡΜ. Δεν γνωρίζεις, Χάρων, ποιόν άνθρωπο είχες στο καΐκι σου; Είχες έναν πραγματικά ελεύθερο, που για τίποτα δεν τον μέλει. Αυτός είναι ο Μένιππος».

πηγή των διαλόγων:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου