Το ποίημα «ΔΗΜΟΣ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗ» του Α. Ρ. Ραγκαβή
Ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, συγγενής του Σούτσου, αρχίζει να γράφειστη δημοτική για να καταλήξει όπως και ο Σούτσος στην αυστηρή αρχαϊκή μορφή.
Το 1831 ο Ραγκαβής γράφει το εκτενές, μολονότι ατελές, μελοδραματικό ποίημα «Δήμος και Ελένη» σε δεκαπεντασύλλαβο στίχο, το οποίο έχει επίπλαστο χρώμα λαϊκό ελληνικό, εξ ου και τα δημοτικά ονόματα των ηρώων.Ο δεκαπεντασύλλαβος στίχος είναι ο κυρίαρχος στίχος της δημοτικής ποίησης, σύμφωνα με την αισθητική του ρομαντισμού που στρέφεται προς τις εθνικές παραδόσεις για άντληση μορφών και τρόπων έκφρασης. Ωσρτόσο, η γλώσσα είναι «συγυρισμένη» δημοτική με φανερή λόγια ψυχρότητα επίδραση από γερμανούς συγχρόνους του ποιητή, ποιητές. Το ύφος είναι γλαφυρό, κομψό, χαριτωμένο, ανθηρό με πλούσιο λεξιλόγιο και εκφραστικά μέσα ( εικόνες, μεταφορές, κοσμητικά επίθετα και άλλα σχήματα λόγου ). Από τη λαϊκή παράδοση δανείζεται το όνομα «Δήμος» ο Ραγκαβής ή ακόμη και το επίπλαστο λαϊκό θέμα του. Γενικότερα, υπάρχει μια ιδιότυπη ανακολουθία ως προς τη χρήση της "συγυρισμένης" δημοτικής γλώσσας –εμφανής στον ελληνικό ρομαντισμό. Ο ρομαντισμός χρησιμοποιεί σπάταλα τα εκφραστικά μέσα και οι ποιητές αποδίδουν τους στίχους τους με ρητορικό και μεγαλόστομο ύφος, κάτι που δεν αποφεύγει εδώ ο Αλ. Ρ. Ραγκαβής.
Παρατηρούμε, επίσης, ότι το ενδιαφέρον του ρομαντισμού δεν περιορίζεται στον άνθρωπο, αλλά αγκαλιάζει και τη φύση με όλο το μεγαλείο της. Με αυτόν τον τρόπο η σχέση του ανθρώπου, συμφιλιωμένου ή γοητευμένου από τη φύση, «Κρυσταλλωμένε Άθωνα…/και σύ, φύσις!», αντιτίθεται στον πολιτισμό του λόγου του διαφωτισμού. Μέσα από την εικόνα της φύσης προβάλλει η ίδια η θεϊκή δύναμη. Στους στίχους που αντλούν υλικό από το φυσικό κόσμο, καταδεικνύεται η επίδραση της φύσης στον άνθρωπο, αγαπημένο θέμα των ρομαντικών ποιητών.
Το 1831 ο Ραγκαβής γράφει το εκτενές, μολονότι ατελές, μελοδραματικό ποίημα «Δήμος και Ελένη» σε δεκαπεντασύλλαβο στίχο, το οποίο έχει επίπλαστο χρώμα λαϊκό ελληνικό, εξ ου και τα δημοτικά ονόματα των ηρώων.Ο δεκαπεντασύλλαβος στίχος είναι ο κυρίαρχος στίχος της δημοτικής ποίησης, σύμφωνα με την αισθητική του ρομαντισμού που στρέφεται προς τις εθνικές παραδόσεις για άντληση μορφών και τρόπων έκφρασης. Ωσρτόσο, η γλώσσα είναι «συγυρισμένη» δημοτική με φανερή λόγια ψυχρότητα επίδραση από γερμανούς συγχρόνους του ποιητή, ποιητές. Το ύφος είναι γλαφυρό, κομψό, χαριτωμένο, ανθηρό με πλούσιο λεξιλόγιο και εκφραστικά μέσα ( εικόνες, μεταφορές, κοσμητικά επίθετα και άλλα σχήματα λόγου ). Από τη λαϊκή παράδοση δανείζεται το όνομα «Δήμος» ο Ραγκαβής ή ακόμη και το επίπλαστο λαϊκό θέμα του. Γενικότερα, υπάρχει μια ιδιότυπη ανακολουθία ως προς τη χρήση της "συγυρισμένης" δημοτικής γλώσσας –εμφανής στον ελληνικό ρομαντισμό. Ο ρομαντισμός χρησιμοποιεί σπάταλα τα εκφραστικά μέσα και οι ποιητές αποδίδουν τους στίχους τους με ρητορικό και μεγαλόστομο ύφος, κάτι που δεν αποφεύγει εδώ ο Αλ. Ρ. Ραγκαβής.
Παρατηρούμε, επίσης, ότι το ενδιαφέρον του ρομαντισμού δεν περιορίζεται στον άνθρωπο, αλλά αγκαλιάζει και τη φύση με όλο το μεγαλείο της. Με αυτόν τον τρόπο η σχέση του ανθρώπου, συμφιλιωμένου ή γοητευμένου από τη φύση, «Κρυσταλλωμένε Άθωνα…/και σύ, φύσις!», αντιτίθεται στον πολιτισμό του λόγου του διαφωτισμού. Μέσα από την εικόνα της φύσης προβάλλει η ίδια η θεϊκή δύναμη. Στους στίχους που αντλούν υλικό από το φυσικό κόσμο, καταδεικνύεται η επίδραση της φύσης στον άνθρωπο, αγαπημένο θέμα των ρομαντικών ποιητών.
Στο ποίημα "Δήμος και Ελένη", το οποίο κατά τον Roderick Beaton αποτελεί το ρομαντικό φόρο τιμής στο δημοτικό τραγούδι, παρατηρούμε τα θέματα της ρομαντικής τεχνοτροπίας: αιμομιξία, υπερφυσικό στοιχείο, πάθη, ιδανικός έρωτας και αυτοκτονία:
πιστόλι δίστομο τραβά απ το χρυσό κεμέρι
τραβά, η φλόγα λάμπει
..της φωτιάς του πιστολιού,
τινάχθηκε και χάθηκε
Η χρήση ακραίων συμπτώσεων και υπερβολών για την διεκπεραίωση της πλοκής, η εισαγωγή ασυνηθίστων και απρόσμενων συμβάντων, οι περιπέτειες πλεονάζουν και σε αυτήν την ιστορία αγάπης.
Ραγκαβής Αλέξανδρος Ρίζος
Δήμος κ’ ΕλένηΔΗΜΟΣ Κ' ΕΛΕΝΗ.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ.
ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΙΣ.
ΕΙΣ ΤΗΝ Κ…..
Τῶν στίχων μου ἀνθόλευκη, ἀτμοπλασμένη Μοῦσα,
Χρυσῆ σκιὰ 'ς τὸ ὕφασμα τοῦ βίου μου πλεγμένη,
Εἰς σέ, ὁποῦ οἱ πόθοι μου τειλίζουν φλογισμένοι,
Εἰς σέ, ὁποῦ ἀπήντησα 'ς τὰ σκότη ποῦ περνοῦσα,
Προσφέρεται τὸ ποίημα· μειδίαμα προσμένει
Τοὺς στίχους σὺ μ' ἐνέπνεες, κι' ἐγώ τους τραγουδοῦσα
Ἐσύ τὲς βαφές μ' ἔδιδες καὶ τὰς ἀντανακλοῦσα·
Κ' ἂν τὴν Ἑλένην ἔψαλα, σὺ ἤσουν ἡ Ἑλένη.
Καθὼς στεφάν' εἰς τὸν βωμὸν κρεμνοῦσαν τῶν Χαρίτων,
Κ' αἱ Χάριτες τ' ἀρώματα ποῦ μαραμένον χύνει
Ἐδέχοντο μ' εὐγένειαν καὶ μ' ἦθος τὸ γλυκύ των,
Ὁμοίως ἡ καρδία μου τοὺς στίχους μου σ' ἀφήνει.
Ἂς ἐμαραίνοντ' ὡς αὐτό, ἡ τύχη των ἂν ἦτον
Μειδίαμά σου εὐμενὲς ν' ἀξιωθοῦν κ' ἐκεῖνοι.
ΕΛΕΝΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣ.
Α.
Τὰ περίχωρα του Σαραγιοῦ.
Κρύψε, βοσκὲ, τὴν κάϊδα σου καὶ παῦσε τὰ τραγούδια.
'Σ τὰ ἄστρα τὰ παράθυρα τοῦ σαραγιοῦ γιαλίζουν·
Ἀράπιδες 'ς τοῦ χαρεμιοῦ τὴν θύραν ῥουχαλίζουν. -
Βλέπεις τὴν κάτασπρη μορφὴ 'ς τοῦ κήπου τὰ λουλούδια;
Πές, πές με, εἶναι σύννεφο, σταλμέν' ἀπὸ τὴ δύσι
Τοῦ παλατιοῦ τ' ἀμάραντα λουλούδια νὰ ποτίσῃ;
Ἢ εἶναι ἀνεράϊδα μ' ἀτμῶν ἐπανωφόρι
Καὶ ἦλθε τὸ κηλάϊδισμα τῶν ἀηδονιῶν ν' ἀκούσῃ;
Ἢ ἴσως εἶναι μιὰ Οὐρὶ τῶν παραδείσων κόρη,
Ποῦ 'ς τὸ ποτάμι πέταξε τὸ σῶμα της νὰ λούσῃ;
Σὰν καταχνιὰ καλοκαιρνὴ τριγύρω 'ς τὸ φεγγάρι
Τὸ ἐλαφρόν της φόρεμα τοὺς ὤμους της σκεπάζει.
Μέσα 'ς τοὺς θόλους τριγυρνᾷ τῶν λουλουδιῶν· καὶ μοιάζει
Πουλὶ 'ς τὴν ἐλαφρότητα καὶ ἄγγελος 'ς τὴ χάρι.
Τοὺς κρίνους τοῦ παρθενικοῦ μετώπου της, χρυσώνει
Δωδεκαπλὰ ἡ εὔμορφη πλεξοῦδα της πλεγμένη,
Σὰν βασιλίσσης πάγχρυσο διάδημα δεμένη,
Ἢ σὰν ἀκτίνων στέφανος ποῦ τὸ φεγγάρι ζώνει.
Τῶν πληϊάδων τὲς φωτιὲς ποῦ ἄπαυστα κινοῦνται,
Τῶν ἀνησύχων της ματιῶν τὰ βλέμματα μιμοῦνται.
Ἄλλοτε φλόγες ἄναφτε ἡ ζωηρὴ ματιά της,
Μὰ τώρα λύπης κάλυμμα τὸ βλέμμα της σκεπάζει,
Καὶ δάκρυο 'ς τὰ μάγουλα τὰ ῥοδοκόκκινά της
Σὰν δρόσος εἰς γαρόφαλον μισανοιγμένον στάζει·
Ἀγγέλων χαμογέλασμα 'ς τὰ χείλια της πεθαίνει,
Τὸ στῆθος της ἐνθύμησις κρυφὴ ἀνασηκώνει,
Καθὼς ἂν ἀπὸ θύελλαν ἐχθεσινὴν δαρμένη
Ἡ ζαφυρένια θάλασσα τὸν κόλπον της φουσκώνῃ·
Δὲν εἶναι οὔτε σύννεφο μὲ πάχνη ποτισμένον,
Οὔτε Οὐρὶ χιονόστηθη οὐρανογεννημένη,
Οὔτ' ἄγγελος μὲ πρόσωπο ἀκτινοφωτισμένον·
Εἶν' ἡ στολὴ τῶν γυναικῶν, εἶν' ἡ γλυκιὰ Ἑλένη·
Ἡ φύσις ἀνεξάντλητος ἐντελειῶν ἐργάτης,
Εἰς τὴν πλουσίαν ἤντλησε πηγὴν τῶν θησαυρῶν της,
Κ' ἀφ' οὗ λαμπρὰ ἐπροίκισε τὸ ἀριστούργημά της,
Τὴν εἶδε, καὶ ἐθαύμασε τὸ ἔργον τῶν χειρῶν της.
Ἐδὼ τολμηρὰ πνεύματα, αὐθάδεις νόες, διέτε!
Ἐσεῖς ποῦ 'ς τὴν μανίαν σας «Θεὸς δὲν εἶναι» λέτε.
Κυττάξτε τὰ ἁρμονικὰ οὐράνιά της κάλλη·
Ποιὸ ἄλλο χέρ' ἠμπόρεσε νὰ τὰ χαράξῃ, πέτε,
Ποιὸς ἄλλος νοῦς, ποιὰ φρόνησις νὰ τὰ συλλάβῃ ἄλλη,
Παρὰ ἐκείνη π' οὐρανοὺς μὲ ἄστρα περιχύνει,
Καὶ ποῦ 'ς τὸν ἥλιο στέφανον χρυσῶν ἀκτίνων δίνει;
«Ψυχή δὲν εἶναι» εἴπετε 'ς τὴν ἀσεβῆ σας ζάλη·
Ἐδὼ τὰ οὐρανόβαφα τὰ μάτι' αὐτὰ κυττάξτε,
Κυττάξετε τοὺς φλογεροὺς μαγνήτας, καὶ φωνάξτε
«Ψυχὴ δὲν εἶναι· » Μιὰ ματιὰ γοργή της θὰ σᾶς μάθῃ
Πῶς ζῇ εὐαίσθητη ψυχὴ 'ς τοῦ στήθους σας τὰ βάθη·
Σηκώθηκέτε κι' εἴπετε: «Δὲν εἶν' ἀθανασία!»
Στάκτη σᾶς φαίνετ' ἡ μορφὴ ἐκείν' ἡ οὐρανία;
Σ' τὰ κάλλη της ἀθάνατη δὲ βλέπετε ἀκτῖνα;
Τῶν θαυμαστῶν θελγήτρων της θνητ' εἶν' ἡ ἁρμονία;
Μέσα 'ς τὸν τάφο θὰ σβυσθοῦν τὰ βλέμματα, ἐκεῖνα
Ποῦ 'ς τὲς καρδιὲς ποῦ φλόγισαν αἰώνια θὰ ζήσουν;
Ἀφῆστε μὸν τὰ χέρια σας τὰ χέρια της ν' ἀγγίσουν,
Γευθεῖτε τοῦ ἀγγελικοῦ φιλιοῦ της τὴ μαγία,
Καὶ τότ' ἀποκριθεῖτε μας Δὲν εἶν' ἀθανασία;
Εἰς δένδρα γιγαντόσωμα, 'ς τοὺς βράχους ῥιζωμένα,
Μ' ἄγριες ῥίζες, μὲ κλαδιὰ ὁλόγυμνα καὶ μαῦρα,
Κ' ἀπὸ ἀνεμοστρόβυλλα κι' ἀπὸ βροντὲς δαρμένα,
Φυσᾷ τοῦ κάκου ἡ γλυκιὰ, ἡ μυρισμένη αὖρα·
Τοῦ κάκου θέλει ἀνθισμὸν καινούριον νὰ τὰ δώσῃ·
Μὸν τὸν βοριὰ αἰσθάνονται ποῦ θὰ τὰ ξεῤῥιζώσῃ.
Ὅμως τὸ ἄνθος τὸ σεμνὸν ὁποῦ ὁ κῆπος τρέφει,
Κ' ἂν σ' τοῦ ἡλίου τὲς φωτιὲς τὰ φύλλα του μαζώνῃ
Ὅταν τὸ βράδι δροσερὴ ἡ αὖρα ἐπιστρέφη,
Εὐαίσθητο, τὸ τρυφερὸ κεφάλι του σηκώνει·
Ἔτζι κι' ὁ ἄνθρωπος· ἀφ' οὗ τὰ πάθη τὸν σκληρύνουν,
Καὶ 'ς τὴ ψυχή του φυτευθοῦν, καὶ ῥιζωθοῦν, καὶ γίνουν
Σκουλήκια τῆς καμμένης του καὶ δυστυχοῦς καρδίας,
Τοῦ κάκου εἰς γλυκήσυχα αἰσθήματα θρῃσκείας
Γυρεύει φίλους συμπαθεῖς νὰ τὸν παρηγορήσουν
Μόλις οἱ κλόνοι τὸν κινοῦν ποῦ θὰ τὸν ἀφανίσουν·
Ἀλλὰ τῆς κόρης ἡ καρδιὰ ἡ τρυφεροπλασμένη,
Κ' ἂν βάσανα τὴν τυραννοῦν, κι' ἂν λύπη τὴν μαραίνῃ
Κ' ἂν τὴν σκοτώνουν πάθη της ἢ ξένοι βασιλίσκοι,
Εἰς ἥσυχα καὶ εἰς γλυκὰ αἰσθήματ' ἀνοιγμένη,
Σ' τὴν προσευχὴ παρηγοριὰ καὶ εὐτυχία βρίσκει.
Σ' τὰ ἄνθη τοῦ περιβολιοῦ, ποῦ χάθηκ' ἡ Ἑλένη;
Ἰδοὺ ἐκεῖ· δυὼ δάκρυα τὸ χέρι της σκουπίζει·
Ἰδοὺ 'ς τὰ τριαντάφυλλα, τὴν βλέπω, γονατίζει·
Προσεύχεται· Προσεύχεται! ὥ σεῖς εὐτυχισμένοι,
Σεῖς μόνοι ὅσοι εἴχετε ἐκ τύχης ποτὲ φθάσει
Μιὰν εὔμορφην 'ς τῆς προσευχῆς τὴν ὧραν νὰ ἰδῆτε!
Ἐσεῖς ἐκείνης τῆς σκηνῆς τὴν χάριν αἰσθανθεῖτε·
Ποιὰ γλῶσσ' ἀνθρωπολάλητη μπορεῖ νὰ τὴν ἐκφράσῃ;
Προσεύχεται! 'ς τὸν οὐρανὸ τὰ μάτια της στραμμένα,
Θαῤῥεῖς ἀκτίνων δέμματα πῶς στέλνουν 'ς τὸ φεγγάρι,
Καὶ τὰ ὡραῖα μέλλη της 'ς τὸ φῶς ζωγραφισμένα,
Προσθέτουν κάτι μαγικὸ 'ς τὴν θελκτικήν τους χάρι·
Ποιὰν ἄραγε θεότητα ὑμνεῖ ἡ προσευχή της;
Τὴν ξαναψάλλ' εἰς τὸν Θεὸν ἀγγέλων συνοδία,
Ἢ τῶν ἐγγόνων τοῦ Ὀσμὰν τὴν δέχετ' ὁ προφήτης;
Τί ἄκουσα; ἐπρόφερε τὴν λέξιν «Παναγία»!
Ναί, σ' ὀρθοδόξων χριστιανῶν τὸ δόγμα βαπτισμένη,
Σὰν νέον ἄνθος ἔλαμπε σ' τὸ πατρικό της χῶμα·
Ἀφ' οὗ πλὴν τὴν ξεῤῥίζωσαν ἀνήλικην ἀκόμα,
Τοῦ παλατιοῦ ὁ πνιγηρὸς ἀέρας τὴν μαραίνει·
Τοῦ κάκου ὅμως ἥμερος ὁ ἄγριος Ἀχμέτης
Κλίνει γεμάτος ἔρωτα τὰ τούγια του μπροστά της·
Ποτὲ δὲν ἀποκρίθηκε 'ς τὴ φλόγα του· ποτέ της
Δὲν πλήρωσε τὰ πάθη του μὲ μιὰ γλυκιὰ ματιά της·
Μέσα εἰς δάκρυα ξυπνᾷ, εἰς δάκρυα κοιμᾶται,
Καὶ ὁ Πασᾶς τὴν σέβεται καὶ σιωπᾷ κι ἐλπίζει·
Ἡ ἀρετή της προσταγὲς δὲν ἔχει νὰ φοβᾶται,
Καὶ τῆς ζωῆς της τὲς στιγμὲς εὐνοῦχος δὲν ὁρίζει.
Πλὴν γιατὶ ἄραγ' ὁ πασᾶς νὰ ἀγαπᾶ τοῦ κάκου;
Τὴν παγωμένην της καρδιὰ δὲν μπόρεσε νὰ κάμψῃ;
Γυναῖκα χωρὶς ἔρωτα εἶν' ἥλιος χωρὶς λάμψι·
Ἢ, ἴσως ἄλλον ἀγαπᾷς, κόρη γλυκιὰ τοῦ Λιάκου;
Τοῦ Λιάκου; Λιάκος! τ' ὄνομα μὲ εἶναι γνωρισμένο
Συχνὰ μὲ κρότον τουφεκιῶν τὸ ἄκουσαν οἱ βράχοι
Πασᾶδες τρεῖς 'ς τὸν τάφον τους τὸ ἔχουν ἀκουσμένο.
Συχνὰ σὰν βρόντος κανονιοῦ ἀκούσθηκε 'ς τὴν μάχη·
Οἱ Τοῦρκοι, Λιάκος ἄκουαν καὶ 'ς τὴν φυγὴ γυρνοῦσαν,
Κ' οἱ κλέφτες Λιάκος ἔλεγαν, κι' ὡρμοῦσαν, καὶ νικοῦσαν.
Σήμερα Λιάκο 'ς τὰ βουνὰ τοῦ κάκου θὰ ζητήσῃς,
Θὰ τὸν φωνάζῃς καὶ βουβὴ θὰ σιωπᾷ ἡ φύσις.
Δήμος κ’ ΕλένηΔΗΜΟΣ Κ' ΕΛΕΝΗ.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ.
ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΙΣ.
ΕΙΣ ΤΗΝ Κ…..
Τῶν στίχων μου ἀνθόλευκη, ἀτμοπλασμένη Μοῦσα,
Χρυσῆ σκιὰ 'ς τὸ ὕφασμα τοῦ βίου μου πλεγμένη,
Εἰς σέ, ὁποῦ οἱ πόθοι μου τειλίζουν φλογισμένοι,
Εἰς σέ, ὁποῦ ἀπήντησα 'ς τὰ σκότη ποῦ περνοῦσα,
Προσφέρεται τὸ ποίημα· μειδίαμα προσμένει
Τοὺς στίχους σὺ μ' ἐνέπνεες, κι' ἐγώ τους τραγουδοῦσα
Ἐσύ τὲς βαφές μ' ἔδιδες καὶ τὰς ἀντανακλοῦσα·
Κ' ἂν τὴν Ἑλένην ἔψαλα, σὺ ἤσουν ἡ Ἑλένη.
Καθὼς στεφάν' εἰς τὸν βωμὸν κρεμνοῦσαν τῶν Χαρίτων,
Κ' αἱ Χάριτες τ' ἀρώματα ποῦ μαραμένον χύνει
Ἐδέχοντο μ' εὐγένειαν καὶ μ' ἦθος τὸ γλυκύ των,
Ὁμοίως ἡ καρδία μου τοὺς στίχους μου σ' ἀφήνει.
Ἂς ἐμαραίνοντ' ὡς αὐτό, ἡ τύχη των ἂν ἦτον
Μειδίαμά σου εὐμενὲς ν' ἀξιωθοῦν κ' ἐκεῖνοι.
ΕΛΕΝΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣ.
Α.
Τὰ περίχωρα του Σαραγιοῦ.
Κρύψε, βοσκὲ, τὴν κάϊδα σου καὶ παῦσε τὰ τραγούδια.
'Σ τὰ ἄστρα τὰ παράθυρα τοῦ σαραγιοῦ γιαλίζουν·
Ἀράπιδες 'ς τοῦ χαρεμιοῦ τὴν θύραν ῥουχαλίζουν. -
Βλέπεις τὴν κάτασπρη μορφὴ 'ς τοῦ κήπου τὰ λουλούδια;
Πές, πές με, εἶναι σύννεφο, σταλμέν' ἀπὸ τὴ δύσι
Τοῦ παλατιοῦ τ' ἀμάραντα λουλούδια νὰ ποτίσῃ;
Ἢ εἶναι ἀνεράϊδα μ' ἀτμῶν ἐπανωφόρι
Καὶ ἦλθε τὸ κηλάϊδισμα τῶν ἀηδονιῶν ν' ἀκούσῃ;
Ἢ ἴσως εἶναι μιὰ Οὐρὶ τῶν παραδείσων κόρη,
Ποῦ 'ς τὸ ποτάμι πέταξε τὸ σῶμα της νὰ λούσῃ;
Σὰν καταχνιὰ καλοκαιρνὴ τριγύρω 'ς τὸ φεγγάρι
Τὸ ἐλαφρόν της φόρεμα τοὺς ὤμους της σκεπάζει.
Μέσα 'ς τοὺς θόλους τριγυρνᾷ τῶν λουλουδιῶν· καὶ μοιάζει
Πουλὶ 'ς τὴν ἐλαφρότητα καὶ ἄγγελος 'ς τὴ χάρι.
Τοὺς κρίνους τοῦ παρθενικοῦ μετώπου της, χρυσώνει
Δωδεκαπλὰ ἡ εὔμορφη πλεξοῦδα της πλεγμένη,
Σὰν βασιλίσσης πάγχρυσο διάδημα δεμένη,
Ἢ σὰν ἀκτίνων στέφανος ποῦ τὸ φεγγάρι ζώνει.
Τῶν πληϊάδων τὲς φωτιὲς ποῦ ἄπαυστα κινοῦνται,
Τῶν ἀνησύχων της ματιῶν τὰ βλέμματα μιμοῦνται.
Ἄλλοτε φλόγες ἄναφτε ἡ ζωηρὴ ματιά της,
Μὰ τώρα λύπης κάλυμμα τὸ βλέμμα της σκεπάζει,
Καὶ δάκρυο 'ς τὰ μάγουλα τὰ ῥοδοκόκκινά της
Σὰν δρόσος εἰς γαρόφαλον μισανοιγμένον στάζει·
Ἀγγέλων χαμογέλασμα 'ς τὰ χείλια της πεθαίνει,
Τὸ στῆθος της ἐνθύμησις κρυφὴ ἀνασηκώνει,
Καθὼς ἂν ἀπὸ θύελλαν ἐχθεσινὴν δαρμένη
Ἡ ζαφυρένια θάλασσα τὸν κόλπον της φουσκώνῃ·
Δὲν εἶναι οὔτε σύννεφο μὲ πάχνη ποτισμένον,
Οὔτε Οὐρὶ χιονόστηθη οὐρανογεννημένη,
Οὔτ' ἄγγελος μὲ πρόσωπο ἀκτινοφωτισμένον·
Εἶν' ἡ στολὴ τῶν γυναικῶν, εἶν' ἡ γλυκιὰ Ἑλένη·
Ἡ φύσις ἀνεξάντλητος ἐντελειῶν ἐργάτης,
Εἰς τὴν πλουσίαν ἤντλησε πηγὴν τῶν θησαυρῶν της,
Κ' ἀφ' οὗ λαμπρὰ ἐπροίκισε τὸ ἀριστούργημά της,
Τὴν εἶδε, καὶ ἐθαύμασε τὸ ἔργον τῶν χειρῶν της.
Ἐδὼ τολμηρὰ πνεύματα, αὐθάδεις νόες, διέτε!
Ἐσεῖς ποῦ 'ς τὴν μανίαν σας «Θεὸς δὲν εἶναι» λέτε.
Κυττάξτε τὰ ἁρμονικὰ οὐράνιά της κάλλη·
Ποιὸ ἄλλο χέρ' ἠμπόρεσε νὰ τὰ χαράξῃ, πέτε,
Ποιὸς ἄλλος νοῦς, ποιὰ φρόνησις νὰ τὰ συλλάβῃ ἄλλη,
Παρὰ ἐκείνη π' οὐρανοὺς μὲ ἄστρα περιχύνει,
Καὶ ποῦ 'ς τὸν ἥλιο στέφανον χρυσῶν ἀκτίνων δίνει;
«Ψυχή δὲν εἶναι» εἴπετε 'ς τὴν ἀσεβῆ σας ζάλη·
Ἐδὼ τὰ οὐρανόβαφα τὰ μάτι' αὐτὰ κυττάξτε,
Κυττάξετε τοὺς φλογεροὺς μαγνήτας, καὶ φωνάξτε
«Ψυχὴ δὲν εἶναι· » Μιὰ ματιὰ γοργή της θὰ σᾶς μάθῃ
Πῶς ζῇ εὐαίσθητη ψυχὴ 'ς τοῦ στήθους σας τὰ βάθη·
Σηκώθηκέτε κι' εἴπετε: «Δὲν εἶν' ἀθανασία!»
Στάκτη σᾶς φαίνετ' ἡ μορφὴ ἐκείν' ἡ οὐρανία;
Σ' τὰ κάλλη της ἀθάνατη δὲ βλέπετε ἀκτῖνα;
Τῶν θαυμαστῶν θελγήτρων της θνητ' εἶν' ἡ ἁρμονία;
Μέσα 'ς τὸν τάφο θὰ σβυσθοῦν τὰ βλέμματα, ἐκεῖνα
Ποῦ 'ς τὲς καρδιὲς ποῦ φλόγισαν αἰώνια θὰ ζήσουν;
Ἀφῆστε μὸν τὰ χέρια σας τὰ χέρια της ν' ἀγγίσουν,
Γευθεῖτε τοῦ ἀγγελικοῦ φιλιοῦ της τὴ μαγία,
Καὶ τότ' ἀποκριθεῖτε μας Δὲν εἶν' ἀθανασία;
Εἰς δένδρα γιγαντόσωμα, 'ς τοὺς βράχους ῥιζωμένα,
Μ' ἄγριες ῥίζες, μὲ κλαδιὰ ὁλόγυμνα καὶ μαῦρα,
Κ' ἀπὸ ἀνεμοστρόβυλλα κι' ἀπὸ βροντὲς δαρμένα,
Φυσᾷ τοῦ κάκου ἡ γλυκιὰ, ἡ μυρισμένη αὖρα·
Τοῦ κάκου θέλει ἀνθισμὸν καινούριον νὰ τὰ δώσῃ·
Μὸν τὸν βοριὰ αἰσθάνονται ποῦ θὰ τὰ ξεῤῥιζώσῃ.
Ὅμως τὸ ἄνθος τὸ σεμνὸν ὁποῦ ὁ κῆπος τρέφει,
Κ' ἂν σ' τοῦ ἡλίου τὲς φωτιὲς τὰ φύλλα του μαζώνῃ
Ὅταν τὸ βράδι δροσερὴ ἡ αὖρα ἐπιστρέφη,
Εὐαίσθητο, τὸ τρυφερὸ κεφάλι του σηκώνει·
Ἔτζι κι' ὁ ἄνθρωπος· ἀφ' οὗ τὰ πάθη τὸν σκληρύνουν,
Καὶ 'ς τὴ ψυχή του φυτευθοῦν, καὶ ῥιζωθοῦν, καὶ γίνουν
Σκουλήκια τῆς καμμένης του καὶ δυστυχοῦς καρδίας,
Τοῦ κάκου εἰς γλυκήσυχα αἰσθήματα θρῃσκείας
Γυρεύει φίλους συμπαθεῖς νὰ τὸν παρηγορήσουν
Μόλις οἱ κλόνοι τὸν κινοῦν ποῦ θὰ τὸν ἀφανίσουν·
Ἀλλὰ τῆς κόρης ἡ καρδιὰ ἡ τρυφεροπλασμένη,
Κ' ἂν βάσανα τὴν τυραννοῦν, κι' ἂν λύπη τὴν μαραίνῃ
Κ' ἂν τὴν σκοτώνουν πάθη της ἢ ξένοι βασιλίσκοι,
Εἰς ἥσυχα καὶ εἰς γλυκὰ αἰσθήματ' ἀνοιγμένη,
Σ' τὴν προσευχὴ παρηγοριὰ καὶ εὐτυχία βρίσκει.
Σ' τὰ ἄνθη τοῦ περιβολιοῦ, ποῦ χάθηκ' ἡ Ἑλένη;
Ἰδοὺ ἐκεῖ· δυὼ δάκρυα τὸ χέρι της σκουπίζει·
Ἰδοὺ 'ς τὰ τριαντάφυλλα, τὴν βλέπω, γονατίζει·
Προσεύχεται· Προσεύχεται! ὥ σεῖς εὐτυχισμένοι,
Σεῖς μόνοι ὅσοι εἴχετε ἐκ τύχης ποτὲ φθάσει
Μιὰν εὔμορφην 'ς τῆς προσευχῆς τὴν ὧραν νὰ ἰδῆτε!
Ἐσεῖς ἐκείνης τῆς σκηνῆς τὴν χάριν αἰσθανθεῖτε·
Ποιὰ γλῶσσ' ἀνθρωπολάλητη μπορεῖ νὰ τὴν ἐκφράσῃ;
Προσεύχεται! 'ς τὸν οὐρανὸ τὰ μάτια της στραμμένα,
Θαῤῥεῖς ἀκτίνων δέμματα πῶς στέλνουν 'ς τὸ φεγγάρι,
Καὶ τὰ ὡραῖα μέλλη της 'ς τὸ φῶς ζωγραφισμένα,
Προσθέτουν κάτι μαγικὸ 'ς τὴν θελκτικήν τους χάρι·
Ποιὰν ἄραγε θεότητα ὑμνεῖ ἡ προσευχή της;
Τὴν ξαναψάλλ' εἰς τὸν Θεὸν ἀγγέλων συνοδία,
Ἢ τῶν ἐγγόνων τοῦ Ὀσμὰν τὴν δέχετ' ὁ προφήτης;
Τί ἄκουσα; ἐπρόφερε τὴν λέξιν «Παναγία»!
Ναί, σ' ὀρθοδόξων χριστιανῶν τὸ δόγμα βαπτισμένη,
Σὰν νέον ἄνθος ἔλαμπε σ' τὸ πατρικό της χῶμα·
Ἀφ' οὗ πλὴν τὴν ξεῤῥίζωσαν ἀνήλικην ἀκόμα,
Τοῦ παλατιοῦ ὁ πνιγηρὸς ἀέρας τὴν μαραίνει·
Τοῦ κάκου ὅμως ἥμερος ὁ ἄγριος Ἀχμέτης
Κλίνει γεμάτος ἔρωτα τὰ τούγια του μπροστά της·
Ποτὲ δὲν ἀποκρίθηκε 'ς τὴ φλόγα του· ποτέ της
Δὲν πλήρωσε τὰ πάθη του μὲ μιὰ γλυκιὰ ματιά της·
Μέσα εἰς δάκρυα ξυπνᾷ, εἰς δάκρυα κοιμᾶται,
Καὶ ὁ Πασᾶς τὴν σέβεται καὶ σιωπᾷ κι ἐλπίζει·
Ἡ ἀρετή της προσταγὲς δὲν ἔχει νὰ φοβᾶται,
Καὶ τῆς ζωῆς της τὲς στιγμὲς εὐνοῦχος δὲν ὁρίζει.
Πλὴν γιατὶ ἄραγ' ὁ πασᾶς νὰ ἀγαπᾶ τοῦ κάκου;
Τὴν παγωμένην της καρδιὰ δὲν μπόρεσε νὰ κάμψῃ;
Γυναῖκα χωρὶς ἔρωτα εἶν' ἥλιος χωρὶς λάμψι·
Ἢ, ἴσως ἄλλον ἀγαπᾷς, κόρη γλυκιὰ τοῦ Λιάκου;
Τοῦ Λιάκου; Λιάκος! τ' ὄνομα μὲ εἶναι γνωρισμένο
Συχνὰ μὲ κρότον τουφεκιῶν τὸ ἄκουσαν οἱ βράχοι
Πασᾶδες τρεῖς 'ς τὸν τάφον τους τὸ ἔχουν ἀκουσμένο.
Συχνὰ σὰν βρόντος κανονιοῦ ἀκούσθηκε 'ς τὴν μάχη·
Οἱ Τοῦρκοι, Λιάκος ἄκουαν καὶ 'ς τὴν φυγὴ γυρνοῦσαν,
Κ' οἱ κλέφτες Λιάκος ἔλεγαν, κι' ὡρμοῦσαν, καὶ νικοῦσαν.
Σήμερα Λιάκο 'ς τὰ βουνὰ τοῦ κάκου θὰ ζητήσῃς,
Θὰ τὸν φωνάζῃς καὶ βουβὴ θὰ σιωπᾷ ἡ φύσις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου