Όσοι δεν είναι της ίδιας γνώμης με μένα, θα ’ταν άδικος κόπος να μου το κράξουν. Θα τους έστελνα όμως σίγουρα στο διάολο, αν καταπιάνουνταν να μου γυρίσουν τις αντιπάθειές μου σε συμπάθειες. Γιατί έχω την πίστη μου, μια θεόστραβη πίστη στο Θεό μου και μονάχα σ’ εκείνον. Δε γίνεται τρόπος να με λυγίσει μπροστά σε ξένα είδωλα καμιά δύναμη. Ας μ’ αφήσουν λοιπόν ήσυχο, και δεν πιθυμώ διόλου να πιάνουν τα βιβλία μου όσοι έχουν διαφορετικά γούστα από μένα. Οι λίγοι, που αισθάνουνται όπως εγώ, μου φτάνουν, και γι’ αυτουνούς γράφω.
ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
ΠΕΔΡΟ ΚΑΖΑΣ
Ιστορία απίστευτη βγαλμένη από κάποιο χειρόγραφο, που βρέθηκε στο Οπόρτο,
και ζωγραφισμένη από το ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Αφιερώνεται στον ΑΝΤΡΕΑ ΤΡΙΓΓΕΤΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Αν βγάλουμε έξω τη θερμή θέση που έχω μέσα στην καρδιά ένα δυονώ μοναχά, για τους άλλους, όπως στάθηκα πάντα μακριά τους, πέρασα για ένα κεφάλι γεμάτο καπρίτσια. Η αλήθεια είναι πως είμαι ένας άγριος άνθρωπος, σκέτος. Ώρες ώρες μου φαίνεται πως είμαι γερό κεφάλι· πολλές φορές πάλι βλέπω καθαρά πως δεν είμαι τίποτε περισσότερο από έναν άνθρωπο με απλή γνώμη.
Μιλώ έτσι ενώ μέσα μου είναι όλα ήμερα. Περνώ τις μέρες μου απάνου κάτου μοναχός. Είχα μεγάλη αγάπη για τα βιβλία στα μικρά μου χρόνια, αλλά γενικά δεν ήμουνα διόλου από κείνους τους ανθρώπους που κάνουν τους άλλους να περιμένουν απ’ αυτουνούς τίποτα· γι’ αυτό είναι ένα πράγμα ολότελα ανέλπιστο για μένα να τυπώσω ένα βιβλίο· εγώ ο ίδιος απορώ πώς ταίριαξε έτσι. Στ’ αλήθεια, ένα βιβλίο μου αρέσει, μπορώ να πω, όσο ένα ταξίδι με πανιά απάνου σε αφρισμένη θάλασσα· είναι βιβλία που κάνουν να χορεύει ο κόσμος μπροστά μου μίαν ολάκερη βδομάδα.
Ζω, όπως είπα, μοναχός. Κανένας ίσως δε θα βρίσκεται, όταν θα διαβάζει το βιβλίο μου, στην κατάσταση που βρίσκουμαι εγώ, τώρα που γράφω· σε πολλά δε θα με καταλάβει, εξαιτίας της διαφορετικής ζωής που ζούμε. Είμαι όξω απ’ όλην εκείνη τη βουή, που δίνει στον άνθρωπο της πολιτείας την ιδέα πως ζει και πως συλλογίζεται.
Κατοικώ απάνου σ’ ένα ανεμόδαρτο βουνό. Όλη τη μέρα κάτου από τα μάτια μου η θάλασσα διπλώνει και ξεδιπλώνει τα κύματά της, και τη νύχτα ακούω μονάχα τη βουή της. Στην πολιτεία κατεβαίνω σπάνια· ανάμεσα στους ανθρώπους χάνω το θάρρος μου, όπως το σκυλί που φυλάγει τα πρόβατα στο βουνό.
Εδώ, στο νησάκι μου, είμαι βασιλιάς. Περπατώ με μεγάλα βήματα, είμαι στο κέφι, και καταλαβαίνω το Θεό και τους προγόνους μου να μου κρατάν σιωπηλή συντροφιά. Σηκώνουμαι πολύ πρωί και κάνω ένα μικρό περίπατο γύρω στο μεγάλο και παράξενο βράχο, που κρέμεται απάνου απ’ το σπιτάκι μου. Έτυχε, με σεισμό, να τον ακούσω να τρίζει απάνου απ’ το κεφάλι μου. Το καλοκαίρι, σαν κάνει ζέστη τ’ απομεσήμερο, πάω και ξαπλώνουμαι στον ίσκιο του, και το μάτι μου βάζεται να λογαριάζει το ανιστόρητο βάρος που κρέμεται στον αγέρα. Με πιάνει ζάλη και μου φαίνεται πως ξεφεύγει το κούτελο μου.
Κάπου κάπου, βγαίνουν στη στεριά ένα δυο ψαράδες και μιλούμε για τα βάσανα του κόσμου. Γνωρίζω τις βάρκες τους από δύο μίλια, και τις σεργιανίζω είτε σαν αρμενίζουν με τα πανιά τους είτε σαν ρίχνουν τα δίχτυα μέσα στο μπουγάζι. Τούτοι οι φουκαράδες είναι οι φίλοι μου, ακόμα ένας καραβομαραγκός, που φτιάνει τη φελούκα μου, δυο βοσκοί, ένας ζευγάς κι οι δικοί μου. Δουλεύουμε όλοι μας για να μας δώσει το ψωμί μας είτε η στεργιά είτε η θάλασσα. Ξέρουμε πως ο μεγάλος Θεός ρίχνει με σπλαχνιά το μάτι του απάνω μας, όταν πηγαινοέρχουνται τα βόδια μέσα στα μαύρα αυλάκια σιμά στ’ ακρογιάλι, και παρέκει τα ψαροκάικα δουλεύουν βιαστικά στον αργαλειό, όπως οι αράχνες μόλις χτυπήσει ο ήλιος στο εργόχειρό τους. Περπατάω σαν πιωμένος απάνου στις αυλακιές· μια δυνατή πνοή αχνίζει απ’ τη γης και με μεθά· πάγω κι αδράχνω την αλετρόχερη απ’ το χέρι του ζευγά και δουλεύω μαζί με τα βόδια μου.
Μέσα σε τέτοια τιποτένια πράματα, δεν μπορεί κανένας να ’χει μεγάλες ιδέες. Ωστόσο, στο καλύβι μου περνώ πολλές ώρες χωρίς δουλειά, κι έρχουνται στο κεφάλι μου τόσα παράξενα πράματα, που απορώ κι εγώ ο ίδιος.
Από πάνου απ’ το νησί μου είναι ανοιχτά τα ουράνια! Απάνω σε τούτους τους βράχους πέρασα τα παιδικά μου χρόνια, όπως οι παλαιότεροι της γενιάς μου. Έμαθα να βλέπω με το μάτι του αγριμιού, που ζει μέσα στη μεγάλη λευτεριά του Θεού, και δε μου είναι μπορετό να καταλάβω πολλά πράματα απ’ εκείνα που έχουν μέσα στο κεφάλι τους οι άνθρωποι της πολιτείας.
Συχνά φχαριστώ τους προγόνους μου, που μ’ άφηκαν το μοναχικό νησάκι ετούτο για να τραβηχτώ και να ζήσω με ειρήνη. Ειρήνη! Ειρήνη! Βαθιά δροσερή λίμνη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου