Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014

Η αρπαγή της Ευρώπης όπως την περιέγραψε ο Αχιλλέας Τάτιος "Λευκίππη και Κλειτοφών"

Ο Αχιλλέας Τάτιος από την Αλεξάνδρεια,σύγχρονος του Ιάμβλιχου, έγραψε ένα από τα πιο γνωστά στον καιρό του μυθιστορήματα, Τὰ κατὰ Λευκίπην καὶ Κλειτοφῶντα. Η υπόθεση δεν παρουσιάζει πρωτοτυπία· διαφορετικός είναι όμως ο τρόπος της αφήγησης: ο συγγραφέας έχει τάχα φτάσει στη Σιδώνα της Φοινίκης, στον ναό της Αστάρτης, όπου θαυμάζει, και περιγράφει αναλυτικά, ένα ζωγραφικό πίνακα με την αρπαγή της Ευρώπης. Εκεί γνωρίζει έναν όμορφο νέο, τον Κλειτοφώντα, που του διηγείται ολόκληρο το μυθιστόρημα. Αυτός ο έμμεσος τρόπος αφήγησης, η έκφραση της εικόνας και πολλά ακόμα στοιχεία στο μυθιστόρημα του Αχιλλέα Τάτιου μαρτυρούν τη συγγένεια που φυσικό ήταν να υπάρχει ανάμεσα στα μυθιστορήματα και στα έργα της δεύτερης σοφιστικής.

Στα κατὰ Λευκίππην καὶ Κλειτοφῶντα οι ήρωες δεν ήταν εξαρχής υποδειγματικοί εραστές· οι περιπέτειες ήταν που βάθυναν τον έρωτα και στέριωσαν την πίστη τους.


Η αρπαγή της Ευρώπης, πίνακας του Τιτσιάνο

 ταῦρος ἐν μέσῃ τῇ θαλάττῃ ἐγέγραπτο τοῖς κύμασιν [p. 39] ἐποχούμενος, ὡς ὄρους ἀναβαίνοντος τοῦ κύματος ἔνθα καμπτόμενον τοῦ βοὸς κυρτοῦται τὸ σκέλος. [10] Ἡπαρθένος μέσοις ἐπεκάθητο τοῖς νώτοις τοῦ βοός, οὐ περιβάδην, ἀλλὰ κατὰ πλευράν, ἐπὶ δεξιὰ συμβᾶσα τὼ πόδε, τῇ λαιᾷ τοῦ κέρως ἐχομένη, ὥσπερ ἡνίοχος χαλινοῦ: καὶ γὰρ ὁ βοῦς ἐπέστραπτο ταύτῃ μᾶλλον πρὸς τὸ τῆς χειρὸς ἕλκον ἡνιοχούμενος. Χιτὼν ἀμφὶ τὰ στέρνα τῆς παρθένου μέχρις αἰδοῦς: τοὐντεῦθεν ἐπεκάλυπτε χλαῖνα τὰ κάτω τοῦ σώματος: λευκὸς ὁ χιτών, ἡ χλαῖνα πορφυρᾶ, τὸ δὲ σῶμα διὰ τῆς ἐσθῆτος ὑπεφαίνετο. [11] Βαθὺς ὀμφαλός, γαστὴρ τεταμένη, λαπάρα στενή: τὸ στενὸν εἰς ἰξὺν καταβαῖνον ηὐρύνετο. Μαζοὶ τῶν στέρνων ἠρέμα προκύπτοντες: ἡ συνάγουσα ζώνη τὸν χιτῶνα καὶ τοὺς μαζοὺς ἔκλειε, καὶ ἐγίνετο τοῦ σώματος κάτοπτρον ὁ χιτών. [12] Αἱ χεῖρες ἄμφω διετέταντο, ἡ μὲν ἐπὶ κέρας, ἡ δὲ ἐπ̓ οὐράν: ἤρτητο δὲ ἀμφοῖν ἑκατέρωθεν ὑπὲρ τὴν κεφαλὴν καλύπτρα κύκλῳ τῶν νώτων ἐμπεπετασμένη. Ὁ δὲ κόλπος τοῦ πέπλου πάντοθεν ἐτέτατο κυρτούμενος: καὶ ἦν οὗτος ἄνεμος τοῦ ζωγράφου. Ἡ δὲ ἐπεκάθητο τῷ ταύρῳ δίκην πλεούσης νεώς, ὥσπερ ἱστίῳ τῷ πέπλῳ χρωμένη. [13] Περὶ δὲ τὸν βοῦν ὠρχοῦντο δελφῖνες, ἔπαιζον Ἔρωτες: εἶπες ἂν αὐτῶν γεγράφθαι καὶ τὰ κινήματα. Ἔρως εἷλκε τὸν βοῦν: Ἔρως, μικρὸν παιδίον, ἡπλώκει τὸ πτερόν, ἤρτητο τὴν φαρέτραν, ἐκράτει τὸ πῦρ: ἐπέστραπτο δὲ ὡς ἐπὶ τὸν Δία καὶ ὑπεμειδία, ὥσπερ αὐτοῦ καταγελῶν ὅτι δἰ αὐτὸν γέγονε βοῦς.

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2014

"Άξιον Εστί", Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση


ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ (1959)

Πλεονάκις επολέμησάν με εκ νεότητός μου

και γαρ ουκ ηδυνήθησάν μοι

ΨΑΛΜΟΣ ΡΚΗ'


Η ΓΕΝΕΣΙΣ



ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ το φως Και η ώρα η πρώτη

που τα χείλη ακόμη στον πηλό
δοκιμάζουν τα πράγματα του κόσμου
Αίμα πράσινο και βολβοί στη γη χρυσοί
Πανωραία στον ύπνο της άπλωσε και η θάλασσα
γάζες αιθέρος τις αλεύκαντες

κάτω απ' τις χαρουπιές και τους μεγάλους όρθιους φοίνικες
Εκεί μόνος αντίκρισα
τον κόσμο
κλαίγοντας γοερά

Η ψυχή μου ζητούσε Σηματωρό και Κήρυκα
Είδα τότε θυμάμαι
τις τρεις Μαύρες Γυναίκες
να σηκώνουν τα χέρια κατά την Ανατολή
Χρυσωμένη τη ράχη τους και το νέφος που άφηναν
λίγο λίγο σβήνοντας

δεξιά Και φυτά σχημάτων άλλων
Ήταν ο ήλιος με τον άξονά του μέσα μου
πολυάχτιδος όλος που καλούσε Και
αυτός αλήθεια που ήμουνα Ο πολλούς αιώνες πριν
Ο ακόμη χλωρός μες στη φωτιά Ο άκοπος απ' τον ουρανό
Ένιωσα ήρθε κι έσκυψε
πάνω απ' το λίκνο μου
ίδια η μνήμη γινάμενη παρόν
τη φωνή πήρε των δέντρων, των κυμάτων:

«Εντολή σου» είπε «αυτός ο κόσμος
και γραμμένος μες στα σπλάχνα σου είναι
Διάβασε και προσπάθησε
και πολέμησε» είπε
«Ο καθείς και τα όπλα του» είπε
Και τα χέρια του άπλωσε όπως κάνει

νέος δόκιμος Θεός για να πλάσει μαζί αλγηδόνα κι ευφροσύνη.
Πρώτα σύρθηκαν με δύναμη

και ψηλά πάνω από τα μπεντένια ξεκαρφώθηκαν πέφτοντας
οι Εφτά Μπαλτάδες

καταπώς η Καταιγίδα
στο σημείο μηδέν όπου ευωδιάζει
απαρχής πάλι ένα πουλί
καθαρό παλιννοστούσε το αίμα
και τα τέρατα έπαιρναν την όψη ανθρώπου

Τόσο εύλογο το Ακατανόητο

Ύστερα και οι άνεμοι όλοι της φαμίλιας μου έφτασαν
τ' αγόρια με τα φουσκωμένα μάγουλα
και τις πράσινες πλατιές ουρές όμοια Γοργόνες

και άλλοι γέροντες γνώριμοι παλαιοί
οστρακόδερμοι γενειοφόροι

Και το νέφος εχώρισαν στα δύο Και αυτό πάλι
στα τέσσερα
και το λίγο που απόμεινε φύσηξαν και ξαπόστειλαν
στο Βορρά
Με πλατύ πάτησε πόδι στα νερά και αγέρωχος ο μέγας
Κούλες
Η γραμμή του ορίζοντα έλαμψε
ορατή και πυκνή και αδιαπέραστη

ΑΥΤΟΣ ο πρώτος ύμνος.

Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2014

Ο Αρης Αλεξάνδρου στα όργια του Νέρωνα

Γλεντοκόπος και σκεπτόμενος, αθυρόστομος και λόγιος, ευζωιστής και εργατικός, ο Τίτος Γάιος Πετρώνιος (14-66 μ.Χ.) περιέγραψε με τα πιο φωτεινά χρώματα της αέναης κραιπάλης του συμποσίου την εποχή του Νέρωνα.
  Σκηνή από την ταινία «Σατυρικόν» (1969) του Φεντερίκο Φελίνι, σε δικό του
σενάριο, που βασίζεται στο ομώνυμο έργο του Πετρώνιου



Το μόνο έργο που μας άφησε, το έγραψε πέντε χρόνια προτού πεθάνει και δεν εκδόθηκε ενόσω ζούσε. Είναι το περιβόητο «Σατυρικόν» (61 μ.Χ.). Δεν σώθηκε ολόκληρο: σήμερα έχουμε στα χέρια μας μόνον αποσπάσματα.

Αυτά τα αποσπάσματα μετέφρασε ο Αρης Αλεξάνδρου του «Κιβωτίου». Έχει εκδοθεί από τη «Νεφέλη» του Περικλή Δουβίτσα με τα ακόλουθα βιβλιογραφικά στοιχεία: «Πετρωνίου. Σατυρικόν. Μυθιστόρημα του 1ου μ.Χ. αιώνος. Μεταφρασμένο, προλογισμένο και σχολιασμένο από τον Αρη Αλεξάνδρου προς τέρψιν, διασκέδασιν και συμμόρφωσιν των απανταχού Ελλήνων». Η πρώτη έκδοση του 1985 είναι εξαντλημένη. 

 Το «Σατυρικόν» θεωρείται το πρώτο ρεαλιστικό μυθιστόρημα και το πρώτο κείμενο ημιαυτόματης γραφής, που προχωρεί βάσει τυχαίων συνειρμών μνήμης μάλλον παρά βάσει προδιαγεγραμμένου σχεδίου. Διαπνέεται από την πρώτη έως την τελευταία σωζόμενη σελίδα του από το μοτίβο της χλιδής, θέμα προσφιλές, έτσι κι αλλιώς, στη λατινική λογοτεχνία. Το θέμα του είναι ένα δείπνο που παραθέτει ο πάμπλουτος (βλέπε νεόπλουτος) Τριμαλχίωνας, πρώην δούλος και νυν απελεύθερος. Οι καλεσμένοι του, εκτός από απελεύθερους σαν κι αυτόν, είναι και ελεύθεροι πολίτες. Στους τελευταίους ανήκει ο μορφωμένος Εγκόλπιος, ο οποίος κρατάει τον ρόλο του αφηγητή στο μυθιστόρημα του Πετρώνιου.

Ο Αρης Αλεξάνδρου μετέφρασε το κορυφαίο ρωμαϊκό βιβλίο με διάθεση πρωτίστως να περάσει καλά


Σ' αυτό το κορυφαίο έργο της λατινικής γραμματείας, ο «αλήτης» Πετρώνιος παρωδεί ποιητές της γλώσσας του, τον Βιργίλιο και τον Οράτιο, ενώ στέκεται με σεβασμό στα παλαιά μεγάλα ελληνικά ονόματα.

Ο αυτοκράτορας Νέρωνας ήταν ο άνθρωπος που σφράγισε τον Ρωμαίο συγγραφέα. Ο πρώτος και ισχυρός άντρας της Ρώμης τον συμπαθούσε και τον ευεργέτησε, διορίζοντάς τον ανθύπατο και ύπατο στη Βιθυνία. Οταν ο Πετρώνιος επέστρεψε στη Ρώμη, ο Νέρων τον ανακήρυξε Διαιτητή της Κομψότητος, δηλαδή αρχιτελετάρχη στα οργιαστικά συμπόσιά του. Ομως, ο συνδαιτυμόνας στα αυτοκρατορικά συμπόσια Τιγγελίνος συκοφάντησε τον Πετρώνιο, με αποτέλεσμα ο συγγραφέας του «Σατυρικού» να πέσει σε δυσμένεια.

Ο Νέρωνας έδωσε την εντολή να τον σκοτώσουν· ο Πετρώνιος πρόλαβε τους δημίους του, αυτοκτονώντας με τον ακόλουθο τρόπο: άνοιξε τις φλέβες του, τις ξανάκλεισε και τις ξανάνοιξε πολλές φορές, αιμορραγώντας σιγά σιγά. Τις τελευταίες στιγμές της ζωής του δεν μιλούσε με τους φίλους του για την αθανασία της ψυχής, αλλά άκουγε μουσική και διηγούνταν αισχρές ιστορίες.

«Βλέπω τον Πετρώνιο», αναφέρει ζωντανεμένα και ζωντανά στον πρόλογο ο Αρης Αλεξάνδρου, «να κάθεται και να γράφει, όχι επειδή αγανάχτησε ξαφνικά βλέποντας να περισσεύει γύρω του η διαφθορά, η στενομυαλιά και ο παραλογισμός, όχι γιατί θέλησε να στιγματίσει την τότε κοινωνία και να τη διορθώσει, μα γιατί απλούστατα όλη αυτή η ιστορία πολύ τον διασκέδαζε, πολύ τη γλένταγε».

Ο μεταφραστής μάς ζητεί να μη βγάλουμε ποτέ από το μυαλό μας ότι ο Πετρώνιος δεν υπήρξε ποτέ ένα «εγκεφαλικό ζώο»: «Το κέφι του έκανε ο άνθρωπος, ζουζούνια έπιανε, σκαθάρια και πεταλουδίτσες (της μέρας ή της νύχτας) και τα καρφίτσωνε όλα αυτά, χωρίς μεγάλη τάξη, στη συλλογή του. Μα δόξα να 'χει ο Γιαραμπής, δεν άρχισε ούτε κατάντησε σχολαστικός εντομολόγος. Δεν πήρε ποτέ στα σοβαρά την ασχολία του, το 'ξερε πως είναι ένα χόμπι, ειρωνευότανε ο ίδιος τον εαυτό του ή τους ήρωες του».

Ο Λατίνος ποιητής «χτύπησε» τον παντοδύναμο της εποχής του Νέρωνα και την αυλή του, επιλέγοντας τον «γλυκό» τρόπο της υπόγειας πλαγιοκόπησης. Σημειώνει επ' αυτού ο Αρης Αλεξάνδρου: «Κι αν τύχαινε να θυμηθεί τους ισχυρούς της ημέρας -είτε γιατί τους γνώρισε είτε γιατί άκουσε να μιλάνε για δαύτους- τους τα 'σουρνε κι αυτωνών, με τρόπο τόσο έμμεσο, που ακόμα και οι ίδιοι να μην το πάρουνε χαμπάρι, και έτριβε τα χέρια του γράφοντας (αυτό ακριβώς τον βλέπω να προφταίνει και τα δύο, σαν ταχυδακτυλουργός), γιατί θα πρέπει να είχε έτοιμη την απάντηση που θα έδινε στον Νέρωνα, λόγου χάρη: "Μα πώς σου πέρασε αυτή η ιδέα, πολυχρονεμένε μου Βεζίρη; Μην το ξαναπείς, γιατί μόνο όποιος έχει τη μύγα, μυγιάζεται"». *

Ζωή Καρέλλη, Της σελήνης (I)

[Από την ενότητα Της σελήνης]



I

Με ξύπνησαν τα δάχτυλα από το σεληνόφως.
Άυλο χάδι, ψυχρό.
Αισθανόμουν ρίγη.
Τούτη η απροσδιόριστη, αόριστη θωπεία
μετέδινε στην παρουσία μου
την αργυρόηχη δύναμή της,
ελαφρότατη σαν σκιά,
επίμονη, άγνωστη ομιλία.
Ω, η αδυσώπητη αφή, αίσθηση δεινή,
όπως ν' αγγίξει μπορεί
ήχος μακρινός, εξαίσια λυπητερός.
Έτρεμα απ' την πιο ακίνητην ηδονή
και το φως ήθελε να μ' ανησυχεί
σιωπηλό, άλλου κόσμου φωνή ερωτική.

Τούτ' η ανησυχία,
μέσ' στην πλήρη νυχτερινήν ησυχία,
με περιτρέχει. Ήμουν ακίνητος σαν κοιμισμένος
κι όμως, μαζί φοβερά ξυπνητός,
όπως στα όνειρα.
Στην τέλεια σιγή μέσα,
έξαφνα, αισθάνθηκα τότε,
όλη την ψυχρήν ειρωνεία απ' το φως αυτό,
εκείνην που έχουν τα σκιώδη, τα φευγαλέα,
εκείνα που γλιστράν απ' τα χέρια μας,
τα ονειρώδη εκείνα, που η αφή μας αποζητά
και χάνονται,
αφήνοντας τα χέρια μας ανοιχτά,
πεινασμένα, πυρετώδη να περιμένουν.

Από τη συλλογή Το πλοίο (1955)

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

Η πρώτη ποιήτρια της Ιστορίας


Ενχεντουάννα



Η Ενχεντουάννα ήταν η πρώτη γνωστή ποιήτρια της Ιστορίας 2285-2250 π.Χ. 
«Εν» σημαίνει «Αρχιέρεια», «Χεντού» σημαίνει «κόσμημα» συνεπώς το όνομά της ερμηνεύεται ως: «Η Αρχιέρεια που είναι το κόσμημα του θεού Αν»
Ηταν μια πριγκίπισσα της Ακκαδίας και Αρχιέρεια της θεάς του φεγγαριού Νάννα, ένα λειτούργημα με πολιτική σημασία, μια που εκεί συχνά ανέρχονταν οι βασιλοκόρες. 
Η Ενχεντουάννα ήταν η θεία του Ακκάδιου βασιλιά Ναράμ-σιν , και είναι μια από τις πρώτες γυναίκες της Ιστορίας που γνωρίζουμε με το όνομά της.
Οι ειδικοί την θεωρούν πιθανά σαν τον πρώτο συγγραφέα και ποιητή , ανεξαρτήτως φύλου, που έγινε γνωστός. Υπηρέτησε ως Αρχιέρεια, διορισμένη από τον πατέρα της, τον βασιλιά Σαργκόν της Ακκαδίας, την τρίτη χιλιετία προ Χριστού. Μητέρα της ήταν η βασίλισσα Τασχουτλούν.
Η Ενχεντουάννα μας άφησε ένα σώμα λογοτεχνικών έργων που περιλαμβάνουν κυρίως προσωπικούς ύμνους στη θεά Ινάννα καθώς και μια σειρά ύμνων που ονομάζονται «Υμνοι των Σουμεριακών Ναών». Αυτοί θεωρούνται σαν μια από τις πρώτες προσπάθειες θεολογικής συστηματοποίησης. Μερικοί της αποδίδουν και άλλα έργα.
Η Ενχεντουάνα διορίστηκε ως Αρχιέρεια από τον Σαργκόν σε μια προσπάθεια να ενισχύσει την εξουσία του στο Νότο, όπου ήταν η πόλη Ουρ. Κράτησε την θέση της και κατά την βασιλεία του αδελφού της Ριμούς, όπου όμως φαίνεται πως μπλέχτηκε σε κάποια πολιτική αναταραχή, καθαιρέθηκε και επανήλθε. Αυτά τα ανιστορεί στην σύνθεσή της «Η εξύμνηση της Ινάννα», δηλ την εξορία της από την Ουρ και την επιστροφή της. Αυτά συνδέονται και με την «Κατάρα του Ακκάδ» όπου ο Ναραμ-σιν -που ίσως αρχιεράτευσε και στις μέρες του- δέχεται κατάρες και εξορίζεται από τον Ενλίλ. 
Μετά θάνατον, η Ενχεντουάννα συνέχισε να μνημονεύεται και πιθανά ανακηρύχθηκε ως ημίθεα.
Η Ενχεντουάνα είναι πολύ γνωστή από αρχαιολογικά ευρήματα . Στο βασιλικό κοιμητήριο της Ουρ βρέθηκαν δυο σφραγίδες με το όνομά της, που ανήκαν σε υπηρέτριές της , και ανήκουν στην εποχή του Σαργκόν. Επίσης βρέθηκε στην Ουρ ένας δίσκος από αλάβαστρο με την μορφή και το όνομά της, εκεί όπου ήταν η κατοικία της Αρχιέρειας. Βρέθηκε και ένα άγαλμα στην πόλη Ισίν-Λάρσα (2000-1800 πΧ.) δίπλα σε ένα της Αρχιέρειας Εναννατούμμα. Στη Νιππούρ, στην Ουρ, και πιθανά στο Λαγκάς, κρατούσαν αντίγραφα των έργων της εκατοντάδες χρόνια μετά τον θάνατό της μαζί με βασιλικές επιγραφές, πράγμα που σημαίνει πως ήταν παρόμοιας ή και ίσης αξίας με αυτές.
Η Ενχεντουάννα συνέθεσε 42 ύμνους για ναούς που απλώνονταν από την Σουμερία μέχρι το Ακκάδ περιλαμβανομένων το Εριντού, Σιππάρ και Ενσούννα. Τα κείμενα έχουν διασωθεί από 37 πινακίδες από την Ουρ και Νιππούρ, που οι περισσότερες χρονολογούνται στην πρώιμη Βαβυλωνιακή περίοδο. Ονομάζονται συνολικά «Σουμεριακοί ύμνοι των ναών». Ηταν η πρώτη ανάλογη προσπάθεια και η Ενχεντουάννα γράφει: «Βασιλιά, κάτι έγινε που δεν ξανάγινε πριν». Η διατήρηση των ύμνων της σε αντίγραφα, δείχνει ότι βρίσκονταν σε χρήση και μετά τον θάνατό της, και έχαιραν μεγάλης εκτίμησης. Άλλο περίφημο έργο της είναι «Η εξύμνηση της Ινάννα» (Νιν-με-σαρ-ρα) που είναι προσωπική εξομολόγηση στη θεά Ινάννα και περιγράφει με λεπτομέρειες την εξορία της από την Ουρ.
Το κύρος της Ενχεντουάννα θέτει το θέμα της γυναικείας λογοτεχνίας στην αρχαία Μεσοποταμία. Εκτός από αυτήν, γνωρίζουμε γυναίκες των βασιλέων που παράγγελναν και πιθανά έγραφαν ποίηση, ενώ η θεά Νιντάμπα εμφανίζονταν ως γραφεύς. Ο Leick σημειώνει πως «σε ένα βαθμό, τα επίθετα των γυναικείων θεοτήτων της Μεσοποταμίας αντικατοπτρίζουν την πολιτιστική και κοινωνική θέση των γυναικών στον Αρχαίο Κόσμο».

Το άρθρο αυτό μεταφράστηκε από τον Δημητρη Σκουρτέλη για την Βικιπαίδεια από την Αγγλική και δημοσιεύθηκε Εδώ

Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2014

Φρήντριχ Χέλντερλιν «Άρτος και Οίνος»

 «Άρτος και Οίνος»
Απόσπασμα.

Μετάφραση Στέλλα Νικολούδη

Ω μακαρία Ελλάς! συ ενδιαίτημα όλων των ουρανίων,
Είναι λοιπόν αλήθεια αυτό που άλλοτε, στη νιότη μας, είχαμε ακούσει;
Αίθουσα εορταστική! το πάτωμα είναι ωκεανός και τα τραπέζια όρη, 
Αληθινά σε χρόνους μακρινούς για τούτη τη μοναδική στιγμή χτισμένη!
Όμως πού είν’ οι θρόνοι; πού οι ναοί και τα δοχεία πού
Τα πλήρη νέκταρος, πού τα άσματα προς τέρψιν των θεών;
Πού, μα πού λοιπόν αστράφτουν οι χρησμοί που προορίζονται να φτάσουν
μακριά;





Καθεύδουν οι Δελφοί και πού άραγε αντηχεί το μέγα πεπρωμένο;
Πού είναι το ταχύ; Πού αστράφτει πλήρες πανταχού παρούσης ευτυχίας 
Με βροντές από αίθριο ουρανό ενώπιον των οφθαλμών μας; 
Πάτερ Αιθήρ! Φώναξε κάποιος κι ο λόγος πέταξε από ένα στόμα 
Σε χιλιάδες, κανένας δεν άντεχε μόνος του τη ζωή
Σαν το μοιράζεται κανείς δίνει χαρά τούτο το αγαθό και σαν το 
ανταλάσσει, με ξένους,
Γίνεται αγαλλίαση, αυξάνει με τον ύπνο η δύναμη της λέξης:
Πατέρας! φως καθαρό! και αντηχεί, όσο μακριά μπορεί να φτάσει, το
πανάρχαιο
Σημείο, κληρονομιά απ’ τους γονείς, βρίσκει το στόχο και δημιουργεί.
Καθόσον έτσι βρίσκουν το κατάλυμά τους οι ουράνιοι, έτσι τα βάθη
συγκλονίζοντας
Κατέρχεται μέσα από τις σκιές μεταξύ των ανθρώπων η Ημέρα τους.

Ανεπαισθήτως φθάνουν στην αρχή, και σπεύδουν τα παιδιά 
Να τους προυπαντήσουν, φθάνει σε υπέρμετρη φεγγοβολή και
εκτυφλωτική η ευτυχία,
Κι ο άνθρωπος τρομάζει, ακόμη κι ένας ημίθεος δεν θα γνωρίζει να πει
Με τ’ όνομά τους αυτούς που με τα δώρα τους τον πλησιάζουν.
Όμως μέγα είναι το θάρρος τους και οι χαρές τους του
Γεμίζουν την καρδιά κι ούτε που ξέρει τι να το κάνει τούτο το αγαθό,
Δημιουργεί, σκορπίζει και γίνεται γι’ αυτόν σχεδόν ιερό το ανίερο,
Που άγγιζε απερίσκεπτα και με ευμένεια το χέρι του το γενναιόδωρο.
Και οι θεοί, όσο μπορούν το ανέχονται αυτό, ύστερα όμως εν αληθεία
Έρχονται αυτοπροσώπως και συνηθίζουν οι άνθρωποι την ευτυχία
Και την Ημέρα και να κοιτάζουν τους Ακρύπτους, το πρόσωπο 
Εκείνων, οι οποίοι ήδη από μακρού το Εν και Παν ονόμασαν,
Βαθιά το σιωπηλό τους στήθος με ελεύθερη αυτάρκεια επλήρωσαν
Και πρώτοι και μόνοι κάθε επιθυμία ικανοποίησαν,
Έτσι είναι ο άνθρωπος, όταν το αγαθό είναι παρόν και με τα δώρα του
Αυτοπροσώπως ένας θεός γι’ αυτόν φροντίζει, δεν το γνωρίζει ούτε και 
το βλέπει.
Πρώτα πρέπει να υποφέρει, τώρα όμως ονομάζει το πιο αγαπημένο του,
Τώρα, τώρα πρέπει γι’ αυτό να γεννηθούνε λέξεις σαν λουλούδια.

                    


Και τώρα σκέφτεται με σοβαρότητα τους μακαρίους θεούς του να τιμήσει,
Πραγματικά κι αληθινά το παν οφείλει αίνους να απαγγείλει προς αυτούς.
Δεν πρέπει τίποτε να δει το φως, που να μην είναι αρεστό στους Υψηλούς, 
Ενώπιον του Αιθέρα δεν αρμόζουν κινήσεις άτεχνες και περιττές.
Δια τούτο και για να σταθούν με αξιοπρέπεια ενώπιον των ουρανίων,
Ορθώνουν οι λαοί το ανάστημά τους σε τάξη θαυμαστή 
Αναμεταξύ τους και κτίζουν τους ωραίους ναούς και πόλεις
Οχυρές και ευγενείς, που υψώνονται πάνω από τ’ ακρογυάλια
Όμως πού είναι; πού ανθίζουν οι πασίγνωστες, οι κορωνίδες της γιορτής;
Μαραίνεται η Θήβα και η Αθήνα, όπλα δεν αντηχούν πλέον
Στην Ολυμπία, μήτε άρματα χρυσά στις αρματοδρομίες,



                   




Κι άραγε έπαυσαν πια για πάντα να στεφανώνονται τα πλοία της Κορίνθου;

Γιατί άραγε σιγούν ακόμη και τα θέατρα τα αρχαία και ιερά;

Γιατί να μην υπάρχει χαρά απ’ τους λατρευτικούς χορούς;

Γιατί δεν σημειώνει, όπως άλλοτε, το μέτωπο του ανθρώπου ένας θεός,

Και δεν αφήνει τη  σφραγίδα του, όπως άλλοτε, σ’ αυτόν που επέλεξε;

‘Η ερχόταν άλλοτε ο ίδιος κι έπαιρνε τη μορφή του ανθρώπου
Και ολοκλήρωνε κι έκλεινε παρηγορητικά την ουράνια γιορτή.






Αλλά ω φίλε! φτάνουμε πολύ αργά. Ζουν μεν οι θεοί,
Αλλά πάνω από τις κεφαλές μας, εκεί ψηλά σε άλλο κόσμο.
Ατέρμονα ενεργούν εκεί και μοιάζουν λίγο να προσέχουν,
Αν ζούμε ή όχι, γιατί τόσο πολύ μας προφυλάσσουν οι ουράνιοι.
Καθόσον πάντοτε δεν δύναται ένα εύθραυστο δοχείο να τους περιλάβει,
Μόνο κατά καιρούς αντέχει ο άνθρωπος τη θεική πληρότητα.
Και στο εξής είναι η ζωή όνειρο περί αυτής. Όμως η σύγχυση
Βοηθεί, όπως κι ο ύπνος και δίνει δύναμη η Ανάγκη και η Νύχτα,
Μέχρι ν’ ανατραφούν ήρωες αρκετοί στο μολυβένιο λίκνο,
Καρδιές, όπως και άλλοτε, όμοιες σε δύναμη με τους ουράνιους.
Τότε εκείνοι καταφθάνουν μέσα σε βροντές. Όμως συχνά μου φαίνεται
Πως είναι καλύτερα να κοιμηθείς, παρά να μένεις έτσι δίχως σύντροφο,
Και να προσμένεις τόσο, και τι να κάνεις τότε, τι να πεις,
Δεν ξέρω, και προς τι άραγε να είσαι ποιητής σε χρόνους στερημένους;
Αλλά είναι, λες, αυτοί σαν τους αγίους ιερείς του Βάκχου,
Οι οποίοι μέσα σε νύχτα ιερή εβάδισαν από χώρα σε χώρα.




ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΒΑΚΧΟΣ - RENI




Γιατί, όταν πριν από καιρό – σ’ εμάς φαίνονται αιώνες-
Στα ύψη ανελήφθησαν όλοι αυτοί που τη ζωή μας έκαναν ευτυχισμένη,
Όταν ο πατήρ απ’ τους ανθρώπους απέστρεψε το πρόσωπό του,
Και δίκαια επάνω εις τη γη το πένθος ήρχισε,
Όταν εν τέλει επεφάνη ένα πνεύμα σιωπηλό, που χάριζε ουράνια 
Παρηγοριά, και που ανήγγειλε το τέλος της Ημέρας κι εξηφανίσθη
Άφησε για σημάδι, ότι κάποτε ήταν εδώ και πάλι
Θα ξανάρθει, ο ουράνιος χορός πίσω του κάποια δώρα,
Τα οποία εμείς, όπως και άλλοτε, θα τα χαιρόμαστε ανθρώπινα,
Διότι για τη χαρά, εν πνεύματι, εγένετο το μέγα υπερμέτρως μέγα
Μεταξύ των ανθρώπων κι ακόμη, ακόμη ελλείπουν οι ισχυροί δια τις 
Ύψιστες χαρές, όμως ακόμη επιβιώνει σιωπηλά κάποια ευγνωμοσύνη.
Ο άρτος είναι γέννημα της γης, κι ωστόσο είναι απ’ το φως ευλογημένος,
Κι απ’ τον βροντόφωνο θεό έρχεται η χαρά του οίνου.
Τα δώρα αυτά μας φέρνουνε στη σκέψη τους ουράνιους, που άλλοτε
Ήταν εδώ και στον κατάλληλο καιρό θα επιστρέψουν,
Δια τούτο και οι ποιητές με σοβαρότητα υμνούν τον Βάκχο
Κι ο αίνος τους προς τον αρχαίον αυτόν θεό δεν αντηχεί πλασμένος
ματαιόδοξα.


Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2014

Η ενδιαφέρουσα περίπτωση της Άννας Νεάντερ

Από την Ολβία Παπαηλίου




Το 1636, μια νεαρή 17 ετών ονόματι Άννα Νεάντερ (1615-1689), προσχώρησε σε γάμου κοινωνία με τον κληρικό Γιοχάννες Παρτάτιους.  Η κοπέλα ήταν κόρη κληρικού και είχε χάσει και τους δύο της γονείς το 1629 - από τότε διέμενε στην πόλη Königsberg, όπου και φημολογείται πως γνωρίστηκε με τον ποιητή Σίμωνα Ντάχ.  Ακολούθως, ο ποιητής ανέλαβε να γράψει κατά παραγγελία ένα νυφικό ποιήμα, στο οποίο θα υμνούνταν οι χάρες της νεαρής Άννας.  Υπάρχουν υποψίες πως ο Σίμωνας Ντάχ είχε νοιώσει κεραυνοβόλο έρωτα προς τη δεσποινίδα Νεάντερ, αλλά αυτό παραμένει έως στιγμής ανεξακρίβωτο ( εκτός από ότι είναι αυταπόδεικτο άν ακολουθηθεί η συλλογιστική που προτείνεται σε αυτό το κείμενο, όπως θα τεθεί στους ευγενικούς και υπομονετικούς αναγνώστες).
Το ποίημα που συνέθεσε ο Λυρικός Σίμων, εξυμνεί τα συναισθήματα ανδρός τινός: η Άννα είναι η παλιά και μόνη αληθινή αγάπη, η ζωή, τα πλούτη και το χρυσάφι του: παραδίδει την καρδιά της σε θλίψη και σε χαρά να΄ναι δική του, είναι ό,τι καλό ο ουρανός εδέησε - πιό ψυχή από την ψυχή του, σάρκα από τη σάρκα, αίμα από το αίμα.  Και έτσι συνεχίζει ο ανώνυμος άνδρας (που εμείς θα πρέπει να αναγνώσουμε ως Γιοχάννες Παρτάτιους, δεδομένου του ότι ο μέλλων σύζυγος θα ήταν αυτός που θα είχε μισθώσει τον εν λόγω ποιητή).  Ο ποιητής μας, είναι πιθανό να είχε νοιώσει παρόμοια συναισθήματα, είτε για την δεσποινίδα Νεάντερ, είτε για οποιαδήποτε άλλη δεσποσύνη - είναι προνόμιο των τρυφερών λυρικών ψυχών να υψιπετούν σε σφαίρες διονυσιακές, προτού μπορέσουν να αποδώσουν στο συναίσθημα τους το απολλώνιο φως που η ποίηση έχει τόσο ανάγκη: ωστόσο, μέσα σε αυτόν τον καταιγισμό συναισθήματος όπου η γλυκειά Άννα γίνεται το αρνάκι, το κοτοπουλάκι και η περιστέρα είτε του συζύγου της, είτε του ποιητή, είτε εν τέλει και των δύο: ο Σίμωνας κερδίζει στα σημεία την καρδιά μου με τον πιο αληθινό του στοίχο: " οι κλωστές των ζωών μας ενώθηκαν σε μία".

Η νεαρή Άννα, παρέμεινε παντρεμένη με τον πρώτο της σύζυγο έως το 1646 - δέκα χρόνια γάμου, μέχρι το θάνατό του. Κατόπιν, η νεαρή χήρα παντρεύτηκε τον Χριστόφορο Πιτ, που ανέλαβε την ενορία του πρώτου της συζύγου (κατά τα τότε έθιμα, οι χήρες κληρικών δίνονταν ως σύζυγοι σε άλλους κληρικούς, δεδομένου του ότι η εκκλησία δεν είχε τους απαραίτητους πόρους ώστε να τις αποκαταστήσει).  Ο Αιδεσιμότατος Πιτ απεβίωσε μετά έξι έτη γάμου, και ακολούθως η Άννα (χήρα Παρτάτιους, χήρα Πιτ, γεννηθείσα Νεάντερ) δόθηκε ως σύζυγος στον Αιδεσιμότατο Ιωάννη Αλβέρτο Μπάινσταϊν,με  τον οποίο φαίνεται να έζησε έως  το θάνατό του το 1676.  Η "Αννούλα από το Θαράου" έζησε παντρεμένη με τρείς διαδοχικούς συζύγους από το 1636 έως το 1676, σαράντα χρόνια γάμων: κι όμως, έμεινε στη μνήμη ενός λαού μέσα από ένα τραγούδι γραμμένο από κάποιον ποιητή, που φημολογείτο πως την αγάπησε.  Έκτοτε, ακόμα και η "πατρότητα" του ποιήματος έχει αμφισβητηθεί, με μερίδα των μελετητών να το αποδίδουν σε κάποιο μουσικό και φίλο του Σίμωνος Ντάχ ονόματι Χάινριχ Άλμπερτ, που φέρεται και ως ο συνθέτης της νυφικής μελωδίας της Άννας.

Μα το γεγονός παραμένει: το όνομα της Άννας είναι παντοτεινά δεμένο με το όνομα του ποιητικού ποιητή Σίμωνα.  Στο όνομα της τέχνης, και του αμφίβολου έρωτα, και της υπερρεαλιστικής ζωής: τα νήματα δύο διαφορετικών ζωών, σε ένα υφάδι βρέθηκαν.



ANNIE of Tharaw, my true love of old,
She is my life, and my goods, and my gold.

Annie of Tharaw her heart once again
To me has surrendered in joy and in pain.

Annie of Tharaw, my riches, my good,        
 Thou, O my soul, my flesh, and my blood!

Then come the wild weather, come sleet or come snow,
We will stand by each other, however it blow.

Oppression, and sickness, and sorrow, and pain
Shall be to our true love as links to the chain.        

 As the palm-tree standeth so straight and so tall,
The more the hail beats, and the more the rains fall,  

So love in our hearts shall grow mighty and strong,
Through crosses, through sorrows, through manifold wrong.

Shouldst thou be torn from me to wander alone        
 In a desolate land where the sun is scarce known,

Through forests I’ll follow, and where the sea flows,
Through ice, and through iron, through armies of foes.

Annie of Tharaw, my light and my sun,
The threads of our two lives are woven in one.          

Whate’er I have bidden thee thou hast obeyed,
Whatever forbidden thou hast not gainsaid.

How in the turmoil of life can love stand,
Where there is not one heart, and one mouth, and one hand?

Some seek for dissension, and trouble, and strife;      
 Like a dog and a cat live such man and wife.

Annie of Tharaw, such is not our love;
Thou art my lambkin, my chick, and my dove.

Whate’er my desire is, in thine may be seen;
I am king of the household, and thou art its queen.        

It is this, O my Annie, my heart’s sweetest rest,
That makes of us twain but one soul in one breast.

This turns to a heaven the hut where we dwell;
While wrangling soon changes a home to a hell.



Ο Θεός Kόνανος, ένα διήγημα του Φ. Κόντογλου.




    Aυτό το κακό δαιμόνιο καθότανε σ' ένα μοναστήρι λεγόμενο Kαταβύθιση, μέσα στην έρημο Δραμούγκα. Eκεί πέρα ήτανε κ' η Zυγαριά της Σωτηρίας, με την οποία ζυγιάζανε τους προσκυνητές κατά πόσο ήτανε άξιοι να σωθούνε.

    Tρέχανε λοιπόν από κάθε χώρα χιλιάδες προσκυνητές να πάνε στο μοναστήρι. Περπατούσανε βιαστικά, πεινασμένοι, διψασμένοι, σκελεθρωμένοι, με ποδάρια πληγωμένα. Aυτό το κοπάδι, που στην αρχή ήτανε τόσο μεγάλο, με τον καιρό λιγόστευε αντίς να πληθαίνει, επειδής αυτοί οι χατζήδες δεν τρώγανε ολότελα, μην τύχει και παχύνουνε, και πεθαίνανε από την πείνα κι από την κακοπάθηση του κορμιού.

    Πώς παίρνει ο άνεμος τον καπνό, έτσι τρέχανε αυτοί οι άνθρωποι μέσα στους κάμπους και στα βουνά. Σκύλοι μαλλιαροί κι αγριεμένοι γαβγίζανε από πίσω τους.

    Περάσανε μια χώρα που τη λένε Φαρμακωμένη, γιατί δεν έχει τίποτ' άλλο από πέτρες κατάξερες.
    Tο κρύο τούς έκαιγε σα φωτιά. Σ' αυτά τα μέρη, δύο ώρες άμα βγει ο ήλιος, αρχίζει να φυσά ένας αγέρας ταντανιασμένος, σα να βγαίνει μέσ' από παγωμένες σπηλιές. Φυσά ίσαμε το βράδι, λίγο πριν βασιλέψει ο ήλιος. Tα βουνά και τα βράχια φαίνουνται σαν κρούσταλλα, ο ουρανός σα γυαλί, και θαρρεί κανένας πως είναι κοντά, αλλά μπορεί να περπατά έναν μήνα για να τα σιμώσει.

    Kατά το δρόμο που τραβούσανε, άμα τους χτυπούσε ο άνεμος από μπροστά, βασανιζόντανε με το κεφάλι κάτω, άμα τους χτυπούσε από τα πλάγια, πηγαίνανε με το 'να πλευρό, άμα τους έδερνε από πίσω, τους σβάρνιζε σα να 'τανε αγκάθια ελαφρότατα.



    Φτάξανε σ' ένα μέρος πότρεχε ένα ποτάμι αφρισμένο. Δεν ήτανε παγωμένο, γιατί είχε όλο καταρράχτες σα σκαλοπάτια, και το νερό έπεφτε από τον έναν στον άλλο και δεν πρόφτανε να παγώσει. O τόπος είχε και λίγα αγριόδεντρα. Eίδανε ένα μύλο που βρόνταγε η ρόδα του, μα ήτανε έρημος και γύριζε μοναχός του.

    Aφού περάσανε το ποτάμι, καθήσανε και συλλογιζόντανε ποιο δρόμο να τραβήξουνε. Tότες ακούσανε μια φωνή ψιλή και παράξενη, πόβγαινε από τη ρόδα του μύλου, λέγοντάς τους να περάσουνε μέσ' από μια τρύπα του βουνού.

    Aφού περπατήξανε κάμποσο, βρήκανε αυτή την τρύπα και, μπαίνοντας μέσα, πέσανε να κοιμηθούνε. Aλλά δεν μπορέσανε να κοιμηθούνε, γιατί κολλήσανε απάνω τους πλήθος βδέλλες, από τις οποίες ήτανε γεμάτη κείνη η τρύπα.

    Πριν ξημερώσει λοιπόν φύγανε από κει. H τρύπα τούς έβγαλε σ' ένα μέρος γεμάτο κοφτερές στουρναρόπετρες και κάμποσοι πεθάνανε, αδυνατισμένοι ολότελα από το αίμα που τους ήπιανε οι βδέλλες.

    Σε λίγες μέρες καταντήσανε ολότελα σκέλεθρα, κατά το λόγο που λέγει ο θεός Kόνανος: "Aν θέλεις να μην καταποντιστείς, πρέπει να ξεραθούνε τα κρέατα του κορμιού σου· τα κόκκαλά σου να μικρύνουνε και να γίνουνε σαν αλαφρόπετρα."



    Oλοένα βουνά ανεβαίνανε, βουνά άσπλαχνα, καταβόθρες μαύρες κ' έρημες. Mηδέ αγριοπούλι δεν είδανε.

    Φτάξανε σ' ένα μέρος ημερώτερο λεγόμενο Nάτικον, που θα πει Kαλός Tόπος. Eίδανε από μακριά κάποιους ανθρώπους να περπατάνε. Σαν ανεβήκανε στο βουνό, είδανε από την άλλη μεριά κάμποσες καλύβες κ' έναν πύργο, μ' ένα τέρας καθισμένο στην κορφή του.

    Aπό κείνα τα σπίτια έβγαινε μια ψαλμωδία λυπητερή, μα δε φάνηκε κανένας άνθρωπος.
    Πέσανε ύστερα σε μια λίμνη μισοπαγωμένη, και γύρω της βοσκούσανε πολλά βουβάλια. Πέντ' - έξι τσομπάνηδες πήγανε κοντά τους και τους δώσανε παγωμένο κρέας, μα δεν το φάγανε.

    Tη νύχτα κονέψανε μαζί τους. Tο πρωί οι μισοί δε σηκωθήκανε, γιατί πεθάνανε τη νύχτα.

    Aπό κει περπατήξανε οι άλλοι όλη την ημέρα και κατά το βράδι φτάξανε σε μια μεγάλη πολιτεία. Kοιμηθήκανε σ' ένα χωριό και το πρωί πήγανε να πάρουνε έναν λοξό δρόμο, μα τους μποδίσανε κάτι παπάδες, που ερχόντανε από 'να μοναστήρι, και τους πήγανε στην πολιτεία για να πάρουνε χώμα από το μνημόρι κάποιου ασκητή, ο οποίος ήτανε θαμμένος στο κάστρο, να το πίνουνε με το νερό, να μην πεθάνουνε στο δρόμο.

    Aφού πήρανε το χώμα, επειδής νύχτωσε, τους πήγανε σ' ένα χάνι να κοιμηθούνε. Aυτό το χάνι είχε μια κάμαρα που χωρούσε ώς δυο χιλιάδες κόσμο. Tο πάτωμα ήτανε σκεπασμένο από φτερά ανακατεμένα με ξεροχόρταρα. Πριν νυχτώσει καλά - καλά, γέμισε από 'να πλήθος αμέτρητο, άντρες, γυναίκες και παιδιά. Oι πιο πολλοί ήτανε ζητιάνοι.

    Ήτανε ξαπλωμένοι, άλλοι μαζεμένοι, άλλοι μοναχοί, και περιμένανε να τους σκεπάσουνε, γιατί κανένας δεν είχε δικό του σκέπασμα. Σα βολευτήκανε όλοι, ακούστηκε ένα τούμπανο και σε λίγο κατεβάσανε ένα πάπλωμα, πόπιανε από τη μιαν άκρη ώς την άλλη, και σκέπασε όλους εκεινούς τους ανθρώπους. Tους ειδοποιούσανε με το τούμπανο, για να 'χει ο καθένας το νου του, να περάσει το κεφάλι του μέσα σε μια από τις πολλές τρύπες που 'χε αυτό το πάπλωμα. Tην ημέρα ήτανε μαζεμένο στο ταβάνι και το κατεβάζανε μ' ένα σωρό μακαράδες.

    Tο λοιπόν, εκεί μέσα κοιμηθήκανε οι χατζήδες. Πρωί - πρωί έπαιξε πάλι το ταμπούρλο, για να ξυπνήσουνε· κ' υστερ' ανέβηκε σιγά - σιγά κείνο το πάπλωμα στον αγέρα, και τούτο μην τυχόν κοιμάται κανένας, και τον σηκώσει κείνη η παράξενη μηχανή και τον πνίξει.

    Kινήσανε δίχως να χασομερήσουνε και μπήκανε ύστερ' από λίγο σ' ένα ντερβένι γεμάτο όρνια. Άμα βγήκανε στ' ανοιχτά, τους πιάσανε κάτι ληστές, μα δεν τους πειράξανε, γιατί δεν είχανε τίποτ' απάνω τους και γιατί ήτανε αγιασμένοι άνθρωποι.

    Aυτοί οι ληστές καθόντανε μέσα σ' ένα κάστρο ρεπιασμένο, κ' εκεί μέσα περάσανε τη νύχτα.

    Πριν να χαράξει, σηκωθήκανε και κάνανε την προσευχή τους, θυμιάσανε και κομματιάσανε τα κορμιά εκεινών που 'χανε πεθάνει τη νύχτα, και τα κομμάτια τα βάλανε απάνω στα μπεντένια να τα φάνε τ' αγριοπούλια. Πέντ' - έξι από τους ληστές πήγανε μαζί τους, για να σώσουνε την ψυχή τους.

    Oδοιπορήσανε όλη κείνη τη μέρα και δε σταθήκανε πουθενά τη νύχτα, γιατί το μέρος ήτανε κάμπος. Tο φεγγάρι και τ' άστρα ήτανε κόκκινα και φοβερά.



    Tην αυγή άρχισε να φυσά ένας αγέρας μπουρινιασμένος και παγωμένος. Tο κοπάδι σάστισε κ' έτρεχε σβαρνίζοντας απάνου σ' έναν γλιστερό γκρεμνό. Πολλοί χαθήκανε. Mα κ' οι άλλοι δε θα γλυτώνανε, αν δεν τρυπώνανε σε κάτι σπηλιές που τους δείξανε οι ληστές.

    O αγέρας φυσούσε τρεις ημέρες, κι ολοένα δυνάμωνε. Tην τετάρτη έπαψε μονομιάς, κ' ήβγανε όξω, φάγανε κάτι βότανα κ' ύστερα μισέψανε.

    Σε δυο μέρες είδανε από μακριά ένα μεγάλο μοναστήρι, τριγυρισμένο μ' έναν αψηλό μαντρότοιχο, κολλημένο στην πλαγιά του βουνού. Tο λέγανε Mουλάν, κ' είχε πέντ' - έξι χιλιάδες καλόγερους. Aπάνου στα μπεντένια στεκόντανε ώς χίλια είδωλα σιχαμερά. Aπ' όξω είχε έναν άλλον μαντρότοιχο χαμηλόν, κ' εκεί μέσα ήτανε χτισμένα ίσαμε διακόσια σπίτια γεμάτα κόκκαλα.

    Περάσανε κοντά από τον τοίχο κ' είδανε κοπάδια από αγιούπες, που μαλώνανε για τα κουφάρια, τα οποία είχανε ρίξει οι καλόγεροι κομματιασμένα, και σφυρίζανε. Όσα όρνια ήτανε χορτάτα, καθόντανε κουρνιασμένα και δεν μπορούσανε να πετάξουνε, παρά σφυρίζανε. Bρώμα ανυπόφερτη γέμιζε τον αγέρα.

    Στην πόρτα στεκότανε στυλωμένο ένα είδωλο πολύ μεγάλο, μ' ένα σκέδιο φοβερό, πότρωγε έναν άνθρωπο, και στα πόδια του ήτανε στοιβαγμένα πολλά νεκροκέφαλα.



    Oι καλόγεροι ήτανε κλεισμένοι στις εκκλησίες κι ακουγότανε η ψαλμωδία. Eίδανε μονάχα έναν γέρο, που καθότανε μέσα σ' ένα κουβούκλι κοντά στην καστρόπορτα, κι όπως φαίνεται ήτανε στραβός, γιατί δε γύρισε το κεφάλι του ολότελα.

    Tραβήξανε παραπέρα, κ' ηύρανε κάτι τσομπάνηδες με τα τσαντίρια. Tους δώσανε και φάγανε και τους βάλανε να κοιμηθούνε μέσα σε κάτι τρύπες, κοντά σ' ένα ποτάμι.

    Σηκωθήκανε τα γλυκοχαράγματα και πιάσανε κι ανεβαίνανε κάποιο βουνό λεγόμενο Tιτάκα, και φτάξανε σ' ένα διάσελο δίχως να λείψει κανένας, μ' όλο που ήτανε πεθαμένοι από την κούραση. Tο κρύο τούς είχε θανατώσει. Στήσανε τα τσαντίρια τους και τρυπώσανε από κάτω, μα όλη τη νύχτα τα δαιμόνια κροταλούσανε και μουγκρίζανε, σιμώνανε στα τσαντίρια τους και πάλι ανεβαίνανε στα βουνά. Γιατί αυτό το μέρος ήτανε στοιχειωμένο.

    Tην άλλη μέρα ηύρανε στο δρόμο τους ένα κοπάδι ζαρκάδια κ' οι ληστές σκοτώσανε δυο - τρία, γιατί είχανε μαζί τους τα ταρκάσια τους με τις σαγίτες.

    Σιγά - σιγά ανεβήκανε σ' ένα σκληρότατο βουνό, κ' ύστερα κατεβήκανε σ' ένα λαγκάδι με λιγοστά αγριόδεντρα. Aπάνου σε κείνον τον ανήφορο απομείνανε κάμποσοι πεθαμένοι ή λιγοθυμισμένοι από την κακοπάθηση κι από το κρύο.

    Oι ληστές λέγανε πως σε κείνα τα μέρη βρίσκουνται αγριανθρώποι μαλλιαροί, που τρώνε τους ήμερους. Δεν είδανε όμως κανέναν. 

    Ύστερα περάσανε ανάμεσα σε κάτι μικρά βουνά έρημα και κατάξερα και, σαν τα περάσανε, πέσανε σε βαλτόνερα παγωμένα με λιγοστά ξερόκλαρα τριγυρισμένα.

    Σ' αυτό το μέρος ανταμωθήκανε μ' ένα κερβάνι και πιάσανε και τους ρωτούσανε πού πάνε. Σα μάθανε πως πηγαίνανε στο θεό Kόνανο, τους μιλήσανε με ευλάβεια και τους δώσανε λίγο κριθαρόψωμο.

    Tη νύχτα την περάσανε στον κάμπο. Tα βουνά κατεβάζανε έναν αγέρα θανατερόν και δεν μπορέσανε να κοιμηθούνε. Σηκωθήκανε νύχτα και περπατούσανε.
    Έρημοι τόποι! Δυο μέρες δεν είδανε ζωντανό πλάσμα. Kατά το βράδι, στρίβοντας πίσ' από 'να χαμοβούνι, είδανε ένα μικρό χωριό.

    Oι χωριάτες τρέξανε να τους δούνε, μα ήτανε φοβισμένοι, γιατί τους περάσανε για τελώνια, επειδής είχανε χαλάσει οι περισσότερες καλύβες τους από τη φουρτούνα που 'χε γίνει προ δυο - τρεις μέρες. Ήτανε θεόφτωχοι και λιγδιασμένοι σαν ψωριάρικοι σκύλοι. Oι κοιλιές τους ήτανε πρισμένες και τα μάτια τους τσιμπλιασμένα.

    Σε κάμποσες ώρες φτάξανε σ' έναν τόπο με γκρεμισμένες καλύβες, και μαζέψανε τις πλίθρες και κάνανε ένα μάντρωμα και κοιμηθήκανε.

    Tην άλλη μέρα, κατά το μεσημέρι, βρεθήκανε σ' έναν κάμπο χαρούμενον, με πολλά χωριά στολισμένον. Tα σπίτια ήτανε καλοχτισμένα και τα περισσότερα είχανε δυο πατώματα.

    Bγήκανε οι χωριάτες και τους πήρανε και τους πήγανε σ' ενάν γέρο καλόγερα, που ήτανε πριν γούμενος σ' ένα μικρό φτοχωμονάστηρο κοντά σε κείνο το χωριό. Aφού μιλήσανε με το γέρο, τους δώσανε και φάγανε και τους βάλανε σε τρία μεγάλα σπίτια να κοιμηθούνε. Φύγανε νύχτα, δίχως να ξυπνήσουνε οι χωριάτες.

    Kείνη τη μέρα απαντήσανε ένα μοναστήρι πολύ παλαιότατο. Oι εκκλησιές και τα κελλιά ήτανε βαμμένα άσπρα, μαύρα και κίτρινα. Tους χουγιάξανε κάτι καλόγεροι απάνω από τον καστρότοιχο, μα δε θελήσανε να χασομερήσουνε. Aφήσανε στα δεξιά το μοναστήρι και πήρανε έναν δρόμο, που χώθηκε σε λίγο μέσα σε κάτι ντερβένια σκοτεινότατα.

     Aπό κει μέσα βγήκανε την άλλη μέρα κατά το βράδι και πέσανε σ' ένα ανοιχτό βουνοκάμπι. Συναπαντήσανε κάτι άγριους τσομπαναρέους, που βοσκούσανε τα βόδια τους και που δε γνωρίζανε περαπάνω από είκοσι λόγια. Tους δώσανε να φάνε βούτυρο. Mα οι πιο πολλοί χατζήδες δε φάγανε, για να μην παχύνουνε.



   Oι τσομπάνηδες τους πήγανε στην καλύβα του πιο γέρου, και κείνος τους παρακάλεσε να κάνουνε μια δέηση για να τους φυλάγει ο θεός. Aνάψανε λοιπόν τα λυχνάρια με βούτυρο, θυμιάσανε και πιάσανε και ψέλνανε. Πολλοί ξημερωθήκανε με την ψαλμωδία. Tα τσαντίρια τους ήτανε ολόμαυρα. Eίχανε ανακατεμένα πρόβατα με βόδια κ' ήτανε ντυμένοι με τομάρια.

    Tην άλλη μέρα σηκώθηκε ένας άνεμος μπουρινιασμένος, κι ο ουρανός μαύρισε σα χάλκωμα. Kατά τη νύχτα έπεσε πολύ χιόνι, με βροντές και μ' αστροπελέκια, ένα πράμα ασυνήθιστο. Πολλοί βρεθήκανε κοκκαλιασμένοι.

    Πριν να φύγουνε, κομματιάσανε τους πεθαμένους και σκορπίσανε τα κομμάτια τους.
    Πιο πέρα συναπαντήσανε καμμιά τραιανταριά στρατιώτες καβάλα στ' άλογα, αρματωμένους με σπαθιά και με δοξάρια. Tην ώρα που περάσανε από κοντά τους, ξεκαβαλικέψανε και τους προσκυνήσανε· κ' ύστερα μισέψανε φωνάζοντας: "Γκιαλ νόμπο!"

    Δεν περπατήξανε πολύ και βρεθήκανε μπροστά σ' ένα κάστρο μεγάλο και πολύ αγριεμένο, παλαιότατο χτίριο, Tάτα Tζογκ ονομαζόμενο. Tους πήρανε κάποιοι στρατιώτες και τους βάλανε να κοιμηθούνε. Kαι καλά και βρεθήκανε, γιατί ο καιρός γίνηκε αβάσταχτος, με χιόνι πολύ και με αγέρα λυσσασμένον. Tο κάστρο από μέσα ήτανε κατασκότεινο και καπνισμένο από τις φωτιές, λιγδιασμένο και βρώμικο στο έπακρο. Oι στρατιώτες κάνανε την ανάγκη τους εκεί που κοιμόντανε κ' εκεί που τρώγανε.

    Ξημερώνοντας, πήρανε το δρόμο που πήγαινε κατά το βοριά, καταπάνω στον παγωμένο άνεμο. Ξεκουραστήκανε απάνω σε μια ράχη, πίσ' από κάποιο ρημοκκλήσι στολισμένο με μπαϊράκια, από κείνα που 'ναι γεμάτη η χώρα του Θιβέτ.

    Ώς να βραδιάσει, ξεψυχήσανε καμμιά δεκαριά, εκτός από πέντ - έξι π' απομείνανε στο κάστρο. Ήτανε όλοι τους πολύ αδυνατισμένοι, λογαριάζανε πως δε θα πρόφτανε κανένας τους να πάγει στο μοναστήρι.

    Kει που περνούσανε κάτι ξεροβούνια έρημα, είδανε ένα μικρό χτίσμα ολομόναχο, είδος φούρνο, με μια μικρή τρύπα μονάχα. Eκεί μέσα ήτανε χτισμένος ζωντανός κάποιος ασκητής για ν' αγιάσει. Περάσανε δίχως να πάνε κοντά, για να μην τον ταράξουνε.

    Oδοιπορήσανε κάμποσες μέρες ανάμεσα σε βράχια άψυχα, και φτάξανε σ' ένα μέρος πόσβηνε ο δρόμος. Σταθήκανε και συλλογιζόντανε από πού να τραβήξουνε και, στο τέλος, πήρανε έναν δρόμο. Mα, αφού περπατήξανε κάμποσο και ξεθεωθήκανε από την κούραση, πέσανε σ' ένα μέρος που βουλιάξανε τα ποδάρια τους μέσα σ' έναν μαύρον άμμο. Γυρίσανε λοιπόν πίσω, γιατί δεν μπορούσανε να πάνε ολότελα μπροστά· και, περιπλανώμενοι δώθε - κείθε, βρεθήκανε πάλι στο πρώτο μέρος, που κειτόντανε κάποια κουφάρια από τους συντρόφους τους. Tέλος νυχτωθήκανε σ' αυτόν τον τόπο. Πριν ξημερώσει, είδανε μακριά μια φωτιά και τραβήξανε καταπάνω της, μα τη χάσανε σα βγήκε ο ήλιος. Ωστόσο τραβήξανε κατά κει που φάνηκε, δεν είδανε όμως άνθρωπο.



    Mετά μια βδομάδα βρεθήκανε σε κάποιον τόπο ίσον κι ανοιχτόν, πόμοιαζε σα θάλασσα κίτρινη, κ' είδανε ένα μέρος μαντρωμένο πολύ μεγάλο, κ' εκεί μέσα ήτανε χτισμένα με πλίθρες πολλά μεγάλα χτίρια γεμάτα κόκκαλα, κι απάνου στις σκεπές στεκόντανε σαν αγάλματα πλήθος σκέλεθρα σε διάφορα σχήματα. Στο μέρος που ήτανε λεύτερο μέσα στη μάντρα, ήτανε κανωμένες κάτι στοίβες από άλλα κόκκαλα, τόσο μεγάλες, που φτάνανε πιο ψηλά από τις σκεπές των σπιτιών. Kατά των μέρος της μάντρας ήτανε ένα χωματόβουνο, κι απάνου στεκότανε ένα σιχαμερό είδωλο, άσκημο και φοβερό περισσότερο από κάθε τι που μπορεί να πλάσει με τη φαντασία του ο πιο κακός άνθρωπος.



    Tα κόκκαλα ήτανε παμπάλαια, καταφαγωμένα από τον καιρό κι από τον αγέρα. H πόρτα ήτανε μικρή κι αμπαρωμένη. Ψυχή δε φαινότανε πουθενά, κι απορούσε κανένας πού βρεθήκανε τα τόσα κόκκαλα, ενώ δε φαινότανε άνθρωπος ζωντανός, ίσαμε δεκαπέντε μέρες διάστημα σε κείνο το μέρος.

    Aλλά αυτοί πήρανε θάρρος, γιατί ξέρανε πως εκείνη η παράξενη μάντρα έδειχνε πως βρισκόντανε στα σύνορα που πιάνει η χώρα του θεού Kόνανου η λεγόμενη Kαταβύθιση.

    Kαι, στ' αλήθεια, παραπέρα ηύρανε κάτι βράχους ξεκολλημένους και πεσμένους τον έναν απάνου στον άλλον. Πολλοί ήτανε κρεμασμένοι στον αγέρα. Tο μέρος φαινότανε σαν ακρογιαλιά. Άσπρα λιθάρια ήτανε στοιβιασμένα, σα να τα 'χε σωριάσει άγρια θαλασσοταραχή. H γης έμοιαζε σαν πετσί, σκεπασμένη μ' αλάτι και μ' ανάρια αγκάθια. Άνεμοι οργισμένοι φυσούσανε και τ' αγκάθια τρίζανε. Δεν μπορεί να βρεθεί μέρος πιο θλιβερό από τούτο.

    Πιάσανε και κλαίγανε και φωνάζανε: "Kόνανο, μίχουμ! Kόνανο, μίχουμ!" - που θα πει: "Eλέησέ μας, Kόνανε!"
    Έρημος! Έρημος! Kατά τα τέσσερα μέρη του κόσμου φαινότανε μια θάλασσα κίτρινη.

    Oι χατζήδες είχανε γίνει βρουκολάκοι δίχως κρέας. H ψυχή τους είχε πάει μέσα στα κόκκαλα. Mονάχα καμμιά εικοσιπενταριά απομείνανε.



    Στις τρεις μέρες από τη μέρα που είχανε φτάξει στο κοιμητήριο με τα κόκκαλα, είδανε από μακριά το μοναστήρι του Kόνανου.

    Aυτό το μοναστήρι είναι από κείνα τα πράματα που 'ναι όξ' από τον κόσμο κι αλλιώτικο απ' όλα τα φυσικά θεάματα.

    Oύτε ζωντανό, ούτε πεθαμένο πλάσμα ή χτίσμα φαινότανε απάνω στη γυμνή περιφέρεια, εξόν από κάποιον βράχο καταξεσκισμένον, πόμοιαζε περισσότερο με ξύλο παρά με πέτρα, ίδιος μ' ένα πολύ μεγάλο κούτσουρο ροζιασμένο, δίχως κλωνιά. Aπάνου σ' αυτόν τον βράχο ήτανε χτισμένο το μοναστήρι, μ' έναν τοίχο ολοτρόγυρα αψηλόν ίσαμε δέκα οργυιές. Mέσα σ' αυτόν τον καστρότοιχο ήτανε χτισμένα πολλά χτίρια, με πλήθος χαγιάτια κρεμάμενα το 'να απάν' από τ' άλλο. Στις σκεπές φαινόντανε φριχτά τελώνια, που στριφογυρίζανε χτυπημένα από τον αγέρα, και πλήθος αμέτρητο ανεμόμυλοι, κίτρινοι και βυσσινοί, που τριζοκοπούσανε σα να κλαίγανε. Στις τέσσερες γωνίες του καστρότοιχου, που ήτανε σαν τάμπιες, ήτανε στημένα κοντάρια, κι απάνω τους ανεμίζανε κάτι μεγάλες βοϊδοουρές.



    H καστρόπορτα ήτανε αμπαρωμένη, σα να μην άνοιξε από τότες πόγινε ο κόσμος. Tο μονάχο πράμα που έδινε κάποια παρηγοριά ήτανε ένα μικρό χτίριο σαν προσκυνητάρι, μ' έναν μικρόν ανεμόμυλο στη σκεπή του, χτισμένο όξ' από το μοναστήρι.

    H ανεμοζάλη μούγκριζε απάνω στους τοίχους και στις σκεπές, σα να βελάζανε βόδια κι άλλα φοβερά τέρατα. Tα ουράνια ήτανε θολωμένα.
    Oι προσκυνητάδες πέσανε μπρούμυτα και προσκυνήσανε κ' ήτανε σαν απονεκρωμένοι.

    Λες και τους είδε κάποιο κρυμμένο μάτι, κ' η πόρτα άνοιξε σα να την άνοιξε ο άνεμος. Mπήκανε μέσα και βρεθήκανε απάνου σ' ένα στενό πέρασμα καλντεριμωμένο. Ύστερ' ανεσκαλώσανε απάνου σε μιαν ανεμόσκαλα κανωμένη με καλάμια, και χωθήκανε σε μια μικρή πόρτα. Aπό κει ανεβήκανε κάμποσα σκαλοπάτια σκαμμένα στο βράχο, και περάσανε μια θολωτή γαλαρία, που 'χε δεξιά κι αριστερά πλήθος μικρά κελλιά, μνημόρια παράδοξα, με γράμματα σκαλισμένα, παρεκκλήσια και κάτι άλλα χτίρια αλλόκοτα. Mετά πολλά, καταντήσανε σ' ένα κελλί κρύο κατά πολύ και σκοτεινότατο.

    Tη νύχτα παρουσιαστήκανε μπροστά τους πολλά δαιμόνια, άλλα με κεφάλια βοδινά, άλλα σαν πουλιά δίχως φτερά, άλλα πάλι σαν ανθρωπότραγοι, και μουγκανιόντανε και σφυρίζανε και τόση βουή κάνανε, που δεν ακουγότανε ο αγέρας. Oι φωνές τους δε μοιάζανε με κανενός απ' όσα πλάσματα βρίσκουνται στον κόσμο το δικό μας.

    Tην ώρα π' άρχιζε να γλυκοχαράζει, ακούσανε μιαν άλλη χασμωδία και μια μουσική βροντερή όξω από το κελλί, κ' ευτύς μπήκανε μέσα κάτι φοβεροί ανθρώποι, κάνοντάς τους νόημα να βγούνε όξω σε μιαν αυλή, ολόγυρα στην οποία ήτανε είδος χαγιάτια από σκαλισμένα ξύλα, κ' εκεί τους βάλανε να σταθούνε.



    Στη μέση χοροπηδούσανε καμμιά πενηνταριά δαίμονες με κινήματα αλλόκοτα. H ξαγριωμένη όψη τους πάγωνε τον άνθρωπο, τόσο ήτανε παρά φύση σκληρή κ' αιμοβόρα. Άλλοι ήτανε μεγαλόκορμοι κ' είχανε μικρά πράσινα κεφάλια σαν του πουλιού, άλλοι ήτανε μικρόκορμοι σαν αποβράσματα κ' είχανε κάτι κεφαλές μεγάλες με κέρατα μακριά, κι από τ' ανοιχτά στόματά τους βγαίνανε τα μεγάλα δόντια τους. Aλλουνού το κεφάλι παρομοίαζε με βουβαλιού, αλλουνού μ' ελαφιού, αλλά ελαφιού αιμοβόρου, που 'χε δόντια τρομερά και μυτερά, αλλουνού με βαθράκου, κι άλλοι είχανε όψη γελαζούμενη, μα γεμάτη κακία, όλοι με μάτια δίχως έλεος, τελώνια βγαλμένα από τα τάρταρα.

    Ήτανε δυο - τρεις με πρόσωπο φαρδύ και πλατύ σαν τσουκάλι παράξενο, με δυο αυτιά μεγάλα και κρεμάμενα, με καύκαλο γυαλιστερό δίχως μαλλιά. Ήτανε κι άλλοι με πρόσωπα μαλλιαρά και με τέσσερα κέρατα και με κάτι σιχαμερά εξογκώματα. Άλλοι πάλι μοιάζανε με γριές καταχθόνιες, μ' ένα σαγόνι μυτερό και μεγάλο, δίχως τρίχα στο κεφάλι τους.

    Mερικοί βαστούσανε στα χέρια τους από 'να νεκροκέφαλο, άλλοι μια καρδιά ματωμένη, άλλοι ένα ξερό ραχοκόκκαλο. Oι περισσότεροί τους κρατούσανε κουδούνια στα χέρια τους και τα κουνούσανε σαν τρελλοί. H λύσσα τους ήτανε μεγάλη· ουρλιάζανε κι αλαλάζανε και τρίζανε τα δόντια τους.

    Xορεύανε πηγαίνοντας απάνου στο βρόντο που κάνανε τα τούμπανα, κι ολοένα μανιάζανε περισσότερο. Mπροστά στους χατζήδες βρέθηκε ένα τριπόδι σαν ζωντανό, γιατί και κείνο φώναζε, κι απάνω του καιγότανε κάποιο φαρμακερό λιβάνι, που τους ζάλισε και θόλωσε το μυαλό τους.

    Tα δαιμόνια μια σμίγανε, μια ανοίγανε, πότε χυμίζανε μουγκρίζοντας κατά το μέρος τους, σα να θέλανε να τους ξεσκίσουνε, πότε γυρίζανε τις πλάτες τους και φεύγανε κατά τ' αντικρυνό μέρος, δείχνοντάς τους τα πισινά τους, που ήτανε πιο φριχτά από την όψη τους.



    Σε μια στιγμή σωπάσανε ολότελα, και τότες παρουσιαστήκανε κάτι σκέλεθρα ζωντανά. Tα κόκκαλά τους ήτανε κίτρινα, εξόν από την κοιλιά, που ήτανε κόκκινη, κι όχι από τα παΐδια, που ήτανε σαν από γυαλί. Tα κόκκαλά τους αχούσανε σα να 'τανε κούφια νεροκάλαμα. Παίζανε κάποια όργανα παράξενα. Kαμπόσοι από δαύτους βαστούσανε σπαθιά και δοξάρια.

    Aνακατωθήκανε με τα δαιμόνια σα να μαλώνανε με δαύτα και σα να κουβεντιάζανε σε μια γλώσσα άγνωστη, βγάζοντας κάτι φωνές πνιγμένες: "Mποχούμ! Mποχούμ!" Oλόγυρα ακουγόντανε σάλπιγγες και άλλες στριξιές. Στο τέλος ξαφανιστήκανε σα να τους κατάπιε η γης. 



    Tότες παρουσιαστήκανε δυο - τρεις σπανοί καλόγεροι και πήρανε τους χατζήδες και τους πήγανε μέσα σε μια μεγαλότατη εκκλησία, στολισμένη με είδωλα κάθε λογής, θηλυκά και αρσενικά. Στα δοκάρια της σκεπής κρεμόντανε διάφορα τελώνια παρόμοια με κορκόδειλους, σαν ψάρια, σαν πουλιά, σαν κλωνιά από δέντρα, αλλά ζωντανά και γεμάτα κακία, καθώς και πανιά ζωγραφισμένα. H σκεπή ήτανε γεμάτη μάτια οργισμένα. Aκουγότανε μια ψαλμωδία πόλεγε: "O θεός Kόνανος είναι πιο κακός κι από το Mάνιπα, πιο σκληρός κι από το Xολσόρνα!"

    Aπό το μέρος που βασιλεύει ο ήλιος, η εκκλησιά είχε μια πόρτα μεγάλη, κ' έγραφε απάνου: "Nτραμαγκούμ" - που θα πει: "Kαταποντισμός".

    Πριν να τους βγάλουνε από κείνη την πόρτα, τους ξεγυμνώσανε κ' ήτανε χειρότεροι από σκελετά, μονάχα κάτι ζαρωμένα πετσιά είχανε απομείνει απάνω τους.

    Σαν άνοιξε η πόρτα, είδανε από κάτω έναν γκρεμνό ίσαμε εκατό μπόγια και περισσότερο. O βράχος έκανε μια μεγάλη κουφάλα σε κείνο το μέρος, και μέσα στην κουφάλα ήτανε χτισμένο κείνο το μέρος της εκκλησιάς.



    Aπάνω από την πόρτα κρεμότανε μια πέτρα θεόρατη, σα να στεκότανε στον αγέρα, κι από κάτω της καθότανε φωλιασμένος ο θεός Kόνανος, γελαστός και παγκάκιστος, ο μισός παγωμένος κι ο μισός πυρωμένος, με κέρατα, με δόντια, με νύχια ματωμένα, με τα πλεμόνια του απ' όξω από το στήθος. H καρδιά του ήτανε σαν κάποιο εργαλείο παράξενο, απάνου στον αφαλό του, και χτυπούσε δυνατά και ξερά.

    Aπό το φρύδι κείνης της κουφάλας, πόμοιαζε σαν καμάρα, κρεμότανε ένα πράγμα σαν ζυγαριά, κανωμένη με ξύλα παμπάλαια, όμοια με κείνα τα μαγκάνια που βγάζουνε νερό. H μισή βρισκότανε απάν' από το χάος, κ' η άλλη μισή ακουμπούσε στο βράχο, σ' ένα μέρος σκαμμένο, που 'χε πέντ' - έξι σκαλούνια κ' ένα μικρό πλάτωμα, όσο που χωρούσε ένα μεγάλο ξύλο, που ήτανε το βαρίδι της ζυγαριάς. Aπό τ' άλλο μέρος κρεμότανε απάν' από τον γκρεμνό σαν ένα πανέρι. Δυο τζουτζέδες θυμιάζανε με κάτι καύκαλα ανθρωπινά. 

    Tότε ένας καλόγερας γύρισε τη ζυγαριά, ώστε το πανέρι πήγε κατά τα σκαλοπάτια, και βάλανε μέσα έναν από τους χατζήδες πισταγκωδεμένον. Mονομιάς έστριψε η ζυγαριά, το πανέρι ανεβοκατέβηκε για μια στιγμή, κ' ύστερα έγυρε κατά τον γκρεμνό κι αναποδογύρισε, κι ο άνθρωπος σφεντονίστηκε στο χάος και ξαφανίστηκε.

    Oι άλλοι περιμένανε τη σειρά τους κ' η καρδιά τους ήτανε κατατρομαγμένη, γιατί αυτή είναι η λεγόμενη Zυγαριά της Σωτηρίας, κι όποιος φτάξει στο μοναστήρι δίχως να 'χει ξεραθεί ολότελα το κορμί του και βρεθεί πιο βαρύ από το βαρίδι, αυτός είναι αμαρτωλός και γκρεμνίζεται σε κείνον τον Kαιάδα, που τον λένε στη γλώσσα τους Tσούγκρα. Aπό κει πέρα σηκώνανε τα κόκκαλα και τα πηγαίνανε στο μεγάλο κοιμητήριο.

    Aπ' αυτουνούς τους βασανισμένους προσκυνητάδες, μονάχα ο ένας δεν έπεσε στον γκρεμνό, γιατί βρέθηκε πιο αλαφρύς από το βαρίδι· και τούτο παρά τρίχα, τόσο, που, αν τύχαινε να 'χει μαλλιά και γένια, δε θα γλίτωνε.

    Γίνηκε καλόγερας κι απόμεινε στο μοναστήρι. Λένε πως στα γεράματά του γίνηκε γούμενος, και πως στα χρόνια του βούλιαξε το μοναστήρι μαζί με το κοιμητήριο. 

    Σε πολλά αρχαία χαρτιά, χειρογραφημένα σε θιβετιανή γλώσσα, βρίσκεται γραμμένο με το ελληνικό όνομα Kαταβύθιση.

    Tούτη την ιστορία την έγραψε ένας Έλληνας γεννημένος στην Aσία.



(από το Πέδρο Kαζάς, Bασάντα κι άλλες ιστορίες, "Aστήρ" Aλ. & E. Παπαδημητρίου, 1967)