Ο Γκουίντο Καβαλκάντι (1250-1300) ήταν Ιταλός διανοούμενος, ποιητής και τροβαδούρος, φίλος του Δάντη
Αλιγκιέρι, τον οποίο επηρέασε. Ο μεγάλος ποιητής καταδίκασε όμως στην «Κόλασή» του
τον πατέρα του Καβαλκάντι (που ήταν και αυτός φιλόσοφος) ως άθεο και
Επικούρειο.
Ο Καβαλκάντι γεννήθηκε στην Φλωρεντία. Ανήκε στο γένος των
Γουέλφων που εμπλέκονταν σε μακρόχρονη βεντέτα με το γένος των Γιβελλίνων. Η
διαμάχη αυτή αφορούσε το νεοεμφανιζόμενο
αστικό στοιχείο (έμποροι κλπ) που εκπροσωπούσαν οι Γουέλφοι και το
αριστοκρατικό που εκπροσωπούσαν οι αντίπαλοί τους, Οι Γουέλφοι επικράτησαν το
1289 και στη συνέχεια άρχισαν να μάχονται μεταξύ τους. Σαν μέρος πολιτικών και
οικονομικών συμβιβασμών ο Καβαλκάντι παντρεύτηκε μια κόρη Γιβελλίνων και έγινε
αρχηγός τους. Τελικά δεν απέφυγε τη εξορία και πέθανε από πυρετό (ελονοσία;)
προσπαθώντας να επιστρέψει στην πατρίδα του.
Ο έρωτας που υμνεί στα ποιήματά του ο Κ. έρχεται σε αντίφαση
με τον προσυμφωνημένο γάμο του. Όπως και
στα τραγούδια των προγενέστερων τροβαδούρων, ο αποκαλούμενος «ιπποτικός» ή
ευγενής» έρωτας, (“amour courtois” ή “courtly love”) στην ποίηση του Καβαλκάντι,
δεν νοείται μέσα στο γάμο.
Ο Ιταλός ποιητής εξέφραζε με καινοτομίες το νέο αστικό
περιβάλλον που πρόβαλλε στα πλαίσια της ιταλικής Αναγέννησης. Ήταν ο κύριος
εκπρόσωπος του κινήματος Dolce stil novo (Νέο γλυκό ύφος). Μέλη αυτού του κινήματος ήταν οι: Γκουίντο
Γκουινιτσέλι, Δάντης, Τσίνο ντα Πιστόια,
Λάπο Τζάνι, Τζάνι Αλφάνι, Ντίνο Φρεσκομπάλντι και άλλοι.
Αν και το κίνημα σχετίζονταν με τους τροβαδούρους, διέφερε
γιατί ήταν μια ποίηση αστική και όχι αριστοκρατική.
Επιπλέον εξερευνούσε τις φιλοσοφικές, ψυχολογικές, κοινωνικές και πνευματικές προεκτάσεις του έρωτα. Μέσα στη
πολυδιασπασμένη Ιταλία επέλεγε την ντόπια γλώσσα (vernacular) εκφράζοντας
παράλληλα τον προσωπικό λυρισμό του ποιητή.
Χρησιμοποιούσε τις φόρμες του σονέτου,
της μπαλάντας και του καντσόνε.
Ερωτική Μπαλλάντα
VIII
Βρισκόμουνα μέσα στο πνεύμα της αγάπης,
όταν συναπαντήθηκα με δυο νεαρούλες
μια τραγουδούσε:
«μες στην καρδιά μας βρέχει αγάπη».
Ήταν τόσο γλυκιές, τόσο σεμνούλες,
τόσο πράες με το ευγενικούλι πρόσωπό τους,
που εγώ τους είπα: «Τα υψηλά ιδανικά εσείς τα κρατάτε.
Αχ, ομορφούλες, μη με περιπαίζετε,
για την πληγή που έχω εντός μου
και την καρδιά νεκρή,
αγ’ ότου πήγα στην Τουλούζη».
Έστρεψαν τη ματιά τους κατά μένα μόλις,
για να μπορούν να δουν πόσο είμαι πληγωμένος,
και πώς ένα μικρούλι πνεύμα από το κλάμα
έβγαινε μέσα απ’ της πληγής τα βάθη.
Επειδή μ’ είδανε αποκαμωμένο,
αυτή που γέλασε είπε:
«Κοίτα πώς η αγάπη έχει αποκάμει
αυτόν τον άνθρωπο!»
Η άλλη, γεμάτη λύπη κι ευσπλαχνία και καμωμένη
με την εικόνα του ίδιου του Έρωτα είπε:
«Η πληγή που δεν καρδιά σου φέρνεις
έγινε από ματιά όλο φλόγα κι όλο πάθος,
κι άφησε μες στα μάτια σου μια λάμψη
που ούτε κι εγώ μπορώ να την αντέξω.
Πες μου, θυμάσαι εκείνη τη ματιά;
Θυμάσαι;»
Στη σκληρή ερώτησή της εγώ είπα:
«Κόρη, η θύμησή μου πάει στην Τουλούζη,
που μια γυναίκα με κορδέλες, όλο χάρη
και λυγερή πολύ,
και που στο πνεύμα του Έρωτα τη λέγανε Μαντέτα,
με χτύπησε σαν κεραυνός
με τα δικά της μάτια,
απ’ όπου κι η πληγή μου!»
Ύστερα ευγενικά πολύ μου λέει
αυτή που γέλασε: «Η γυναίκα
που στην καρδιά σου έχει χαράξει τη θωριά της,
με τη δύναμη του Έρωτα σε κοίταξε
τόσο βαθιά στα μάτια,
που εκεί πρόβαλε ο Έρωτας.
Αν υποφέρεις τώρα
σ’ αυτόν να αποταθείς!»
Γρήγορα πίσω στην Τουλούζη, μπαλλαντούλα.
Φανερώσου ήσυχα κάτω από τη Ντοράντα
και φώναξε παρακαλώντας
κάποια ωραία δεσποσύνη να σε πάει
στη χάρη εκείνης που σε στέλνω
κι αν ευδοκήσει να σε δει,
πες της, με χαμηλή φωνή:
«Την ευσπλαχνία ζητώ, μονάχα εκείνη».
μετάφραση Ρήγας Καπάτος
Σονέτο από τις «Rime»
Γιατί δεν τυφλωνόμουνα, νάσβηνε πια
Η όραση, το φως των δυο ματιών μου
Να μην περνούσε μέσα τους εκείνη στο μυαλό μου
Να μη ρωτούσε αν την έχω στην καρδιά
Μπρος στα καινούρια βάσανα, λοιπόν
Μ’έπιασε φόβος άσχημος, φόβος οξύς
«Βοήθα με γυναίκα», είπε η φωνή μου της ψυχής
«Άλλο να μην πονούν τα μάτια μου ούτ’ εγώ»
Εσύ έτσι τα παράτησες και ήρθε ο Έρως
Επάνω τους να κλάψει με συμπόνια
Ώσπου ακούστηκε φωνή βαθιά
και είπε: όποιος αισθάνεται μεγάλο πόνο
αυτόν εδώ ας δει και της καρδιάς το μέρος
που ο Θάνατος στο χέρι του κρατά, χαρακωμένο σταυρωτά.
Μτφρ. Λητώ Σεϊζάνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου