Η ποιητική του Γιάννη Δάλλα
Μεταξύ νεωτερικής γραφής και παράδοσης
Της Χρύσας Σπυροπούλου
Ο Γιάννης Δάλλας ήδη με τη δημοσίευση της πρώτης ποιητικής του συλλογής το 1948, με τον τίτλο Federico Garcia Lorca, ωδή σε ενδεκασύλλαβα ζευγαρωτά ομοιοκατάληκτα δίστιχα χωρισμένα σε τρεις ενότητες, εισήλθε δυναμικά στη νεοελληνική ποίηση. Και μπορεί η εμφάνισή του να έγινε με τον παραδοσιακό στίχο, ωστόσο πολύ σύντομα, την αμέσως επόμενη χρονιά, δημοσιεύεται στο περιοδικό "Ποιητική Τέχνη" το ποίημαΜανασής ο Ατλαντικός, ένα ποίημα που έχει τα χαρακτηριστικά της νεωτερικής γραφής, ιδιαιτέρως όπως αυτή εκφραζόταν από τους υπερρεαλιστές και τους εικονιστές. Παρ' όλ' αυτά η ουσιαστική προσχώρηση του Δάλλα στη μοντέρνα ποιητική τέχνη, μολονότι δεν εγκαταλείπεται εντελώς ο μετρικός ρυθμός, γίνεται με τη συλλογή Επτά πληγές, που εκδίδεται το 1950 αλλά και λίγο αργότερα με την Απόπειρα Μυθολογίας το 1952.
Ο Δάλλας αφομοίωσε επιρροές από την ποιητική μας παράδοση, ανώνυμη και επώνυμη, καθώς και από την αρχαία λυρική ποίηση. Τα άλογα στοιχεία, που χρησιμοποιούνται, καθοδηγούνται από την άλογη σύλληψη του κόσμου, και ορίζουν μια ανορθόδοξη παρουσίαση των πραγμάτων, η οποία επιτείνεται από τις συχνές διακοπές και παύσεις, καθώς και την ελλειπτικότητα του έλλογου νοήματος δημιουργώντας κατ' αυτόν τον τρόπο την αίσθηση του αυθαίρετου, του ασύνδετου, του απροσδόκητου και εν τέλει του παράλογου.
Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες οι άλογες και τολμηρές εικόνες δημιουργούν σκοτεινότητα, και τα σύμβολα παραμένουν ανερμήνευτα από τον αναγνώστη ή επιδέχονται πολλαπλές και ποικίλες ερμηνείες. Το ασύνδετο, τα πεζολογικά στοιχεία, η απουσία στίξης επιτείνουν τον ασθματικό, μερικές φορές παραληρηματικό λόγο, ενώ τα σπαράγματα εικόνων αλλά και οι ασύνδετες εικόνες και ιδέες, που πότε αφορούν στον ιδιωτικό βίο πότε στον δημόσιο, υπονοούνται από σύμβολα τα οποία έχουν ληφθεί από το φυσικό περιβάλλον, από την Ιστορία, τη μυθολογία, τη λογοτεχνική παράδοση. Η καταβύθιση στο ασυνείδητο σε πολλές ποιητικές συλλογές αναδύει το αίσθημα της ματαίωσης πολλών προσδοκιών αλλά και της βαθύτερης επιθυμίας του ποιητή για τη συνέχιση της δημιουργικής και ποιητικής πράξης. Οι υπαινικτικές λέξεις, η χρήση ρημάτων σε διαφορετικούς χρόνους στον ίδιο στίχο, τα συνειρμικά άλματα οι ιστορικές αναγωγές που δεν έχουν χρονική συνέχεια, αποκαλύπτουν τον παράλογο μηχανισμό της σύγχρονης πραγματικότητας αλλά και την παράλογη φύση του Είναι. Οι αναφορές στην περίοδο της επταετίας αλλά και σε άλλες ιστορικές περιόδους, όπως στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, γίνονται με ειρωνικό, αλληγορικό και ελλειπτικό λόγο, και έτσι η συγκίνηση προκαλείται μέσω της απουσίας, δηλαδή με σκέψεις, ιδέες αλλά και συναισθήματα που υπονοούνται και αποσιωπούνται. Με λόγο που άλλοτε είναι λιτός, αυστηρός, άλλοτε πιο σύνθετος αλλά και λυρικός ο Δάλλας περιέρχεται σε διάφορες όψεις της πραγματικότητας δημιουργώντας έναν κόσμο παράδοξο, ονειρικό, ο οποίος βρίσκεται ανάμεσα στο απτό και τη φαντασία, το όνειρο και το γεγονός. Κάτι που απασχολούσε τον Δάλλα ήταν η τέχνη της ποιητικής και μάλιστα σ' αυτήν αφιέρωσε ολόκληρη συλλογή με τον τίτλο Ο ποιητής και το ποίημα, 1988. Ομως και στην τελευταία του συλλογή Γεννήτριες, 2004, ο ποιητής καταπιάνεται για άλλη μία φορά με το ζήτημα των ορίων της δημιουργίας. Η διαδικασία της γραφής είναι ένα είδος "σεισμού διαρκείας", που απελευθερώνει όνειρα και μνήμες, ενώ οι εικόνες ζωής αλλά και θανάτου βρίσκονται σε αντίστιξη και οι υπερβολές μαζί με τον συνδυασμό ανόμοιων στοιχείων δίνουν στα ποιήματα τόνο υπερρεαλιστικό αλλά και μια προλογική παράσταση του κόσμου. Η επίγνωση του αμετάκλητου περάσματος του χρόνου και της φθοράς των πάντων αποδίδεται με αφαιρετικές εικόνες και λόγο όλο και πιο εσωστρεφή. Από την τραχύτητα των ιστορικών αναφορών στα δύσκολα χρόνια της δικτατορίας, αλλά και από την ειρωνεία για τις καινούριες συνήθειες των νέων, ο ποιητής επιστρέφει στη νοσταλγία του εσωτερικού χρόνου για να μετακινηθεί όμως και πάλι και να μεταβεί σε δρόμους ιστορικούς και πολιτικούς ή κοινωνικούς.
Ο Δάλλας, ευαίσθητος σε κάθε πρωτοπορία, αφουγκράζεται το καινούριο και το προσαρμόζει στις δικές του ιδέες και επιλογές, και συνθέτει εικόνες οι οποίες προέρχονται από τη δημώδη, την επώνυμη παράδοσή μας, αλλά και από την αρχαία λυρική ποίηση, εικόνες οι οποίες αφομοιώνονται με τα στοιχεία της νεωτερικής γραφής, ιδιαιτέρως με εκείνα του υπερρεαλισμού και του εικονισμού. Ο λόγος του άλλοτε είναι δωρικός άλλοτε παιγνιώδης, ενώ πολλές φορές μετεωρίζεται ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, το ονειρικό και το παράδοξο. Η προχωρημένη εικονογραφία, οι λεπτές και περίπλοκες συναισθηματικές αποχρώσεις, η σκοτεινότητα που δημιουργείται από τη χρήση των άλογων στοιχείων αποδίδουν τον κατακερματισμό και το χάος της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας και ανασυνθέτουν εξ αρχής έναν παράλογο, προλογικό κόσμο.
Σύντομη ανθολόγηση της ποίησής του:
Σχεδίασμα ποιητικής
Στην Ισμήνη
Σαν τα παράθυρα που τα χτυπώ κατάμουτρα στην αθανασία
είναι τα λόγια μου έτσι ιδανικά στη λύπη και στη μόνωσή τους
είναι τα λόγια μέσα μου σαν μια πομπή τυφλών ανθρακωρύχων
Η κρύπτη του ύπνου ελευθερώνει λίγα φωτεινά κι αδέσποτα
μετέωρα μες στα στερεώματα. Τα μεταλλεία εφέτος
είναι σκληρά σαν πέτρες για τα θηλυκά μας δάχτυλα
τα δάχτυλά μας μακρινά προγονικά συμβόλαια
Πώς να τα ξεριζώσω απ' τα πλευρά μου απ' τις θανάσιμες
πληγές σας απ' τις λίμνες με τους άσπρους κύκνους
τα δάχτυλά μου μακρινά προγονικά συμβόλαια;
Κλείσατε τ' άστρα σε σοφά συρματοπλέγματα
κλείσατε τις ψυχές σας σ' άθλια σανατόρια
και συναλλάζεστε τις έννοιες σαν εμπόρευμα
Μα εγώ βουτώ μες στη φωτιά και υψώνω αντίκρυ σας
τα δάχτυλά μου κηροπήγια του θανάτου σας
γι' αυτό με βλέπετε με βήματα αλλοπρόσαλλα
να δρασκελίζω τις πλατείες με τα μεγάφωνα
τους σαλτιμπάγκους της στοάς και μες στο βλέμμα τους
ένα ηλιοτρόπι που γελά. Γι' αυτό με βλέπετε
πάνω απ' τους ύπνους σας να κλείνω τα παράθυρα
κατάμουτρα στην ηθική των ήλιων. Ποιος θα βάλει
πριν πέσει η νύχτα σε μια τάξη αυτές τις ετοιμόρροπες
φωνές των μάταιων ημερών μας;
Κατεβαίνω τώρα
σε μεταλλεία κρυφά και τ' ανεβάζω σαν τετράγωνα
γέλια στις πλάτες μου ώριμα. Θα τα λυτρώσω, ω άνθρωποι
ή θα με θάψει ο σκοτεινός όγκος του ωραίου; Ολόγυρα
με τους αγκώνες των βουνών σ' αρχαίες κοιλάδες
-λίκνα μεγάλα της βροχής και της φτωχολογιάς-
τώρα ανεβαίνω κυκλωμένος μ' αλαφρές φτερούγες
φτερούγες μέσα μου πλωτές
Θα σας λυτρώσω, ω άνθρωποι
ή θα με θάψει ο σκοτεινός όγκος του Ωραίου; Καμπάνες
σαν γλώσσες τρομερές ακούγονται από πέρα- να 'ναι
τάχα αναστάσιμες ή πένθιμες δεν ξέρω. Ξέρω
πως η άθλησή μου ανοίγει σαν κλουβιά τα στήθη σας
κι όλο ανεβαίνω κυκλωμένος μ' αδερφές φτερούγες
Φτερούγες γράμματα ανοιχτά της γης που μ' έχασε
φτερούγες μακρινές θωπείες της γης που θα 'βρω
(Συλλογή Οι εφτά πληγές, 1950) Κατεβαίνω τώρα
σε μεταλλεία κρυφά και τ' ανεβάζω σαν τετράγωνα
γέλια στις πλάτες μου ώριμα. Θα τα λυτρώσω, ω άνθρωποι
ή θα με θάψει ο σκοτεινός όγκος του ωραίου; Ολόγυρα
με τους αγκώνες των βουνών σ' αρχαίες κοιλάδες
-λίκνα μεγάλα της βροχής και της φτωχολογιάς-
τώρα ανεβαίνω κυκλωμένος μ' αλαφρές φτερούγες
φτερούγες μέσα μου πλωτές
Θα σας λυτρώσω, ω άνθρωποι
ή θα με θάψει ο σκοτεινός όγκος του Ωραίου; Καμπάνες
σαν γλώσσες τρομερές ακούγονται από πέρα- να 'ναι
τάχα αναστάσιμες ή πένθιμες δεν ξέρω. Ξέρω
πως η άθλησή μου ανοίγει σαν κλουβιά τα στήθη σας
κι όλο ανεβαίνω κυκλωμένος μ' αδερφές φτερούγες
Φτερούγες γράμματα ανοιχτά της γης που μ' έχασε
φτερούγες μακρινές θωπείες της γης που θα 'βρω
(Συλλογή Οι εφτά πληγές, 1950)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου