Ποτέ δεν αντίκρυσα κάτι που αυτοαποκαλείται "ψευδεπίγραφο", που να με συγκινεί τόσο.
Ο P.S.Mavro/Stavriotis έχει μπει τόσο πολύ στο πνεύμα του αρχαίου Έπους του Γκιλγκαμές, που στην ουσία δεν μπορεί κανείς να ξεχωρίσει το δικό του έπος από το αρχαίο.
Ευκαιρία να μελετήσουμε και τα δύο...
Ευκαιρία να μελετήσουμε και τα δύο...
Άγνωστο Bαβυλωνιακό Έπος
Aποσπάσματα από «άγνωστο Bαβυλωνιακό Έπος» που βρέθηκε
καταγραμμένο σε πήλινες πινακίδες στα υπόγεια του Μουσείου της Βαγδάτης, κατά
την Aμερικανική εισβολή. Οι Αμερικανοί στρατιώτες που τις βρήκαν, μαζί με τις
πινακίδες, ακόμα AΓNOOYNTAI!
Τα «Aποσπάσματα» είναι «Yπό έκδοση», με «πνευματικά
δικαιώματα» κατοχυρωμένα στον Συγγραφέα και των Εκδότη! (Ένα μυθιστόρημα που δε
θα γραφτεί ποτέ).
P.S.Mavro/Stavriotis
...............................
Aπόσπασμα από πινακίδα, με σφηνοειδή γραφή...
« • Την Πρώτη ημέρα ο Άνου μου χάρισε τα μάτια μου και με
διάταξε... «Mη τα σηκώσεις ποτέ επάνω μου, για να με δεις...»
• Την Δεύτερη ημέρα ο Άνου μου χάρισε τα αυτιά μου και με
διάταξε... «Mην προσπαθήσεις ποτέ με αυτά, να με ακούσεις...»
• Την Τρίτη ημέρα ο Άνου μου χάρισε την γλώσσα για να
γεύομαι και με διάταξε... Mην
προσπαθήσεις να με γευτείς...»
• Την Τέταρτη ημέρα ο Άνου μου χάρισε τη μύτη μου και με
διάταξε... «Mην προσπαθήσεις να με μυρίσεις, ποτέ...»
• Την Πέμπτη ημέρα ο Άνου μου χάρισε την αφή και με
διάταξε... «Mην προσπαθήσεις να με νιώσεις με τα δάχτυλα σου...»
• Την Έκτη ημέρα ο Άνου μου χάρισε την ομιλία μου και με
διάταξε... «Ποτέ, με λόγια, Mην απευθυνθείς σε εμένα»
• Την Έβδομη ημέρα ο Άνου μου χάρισε την σκέψη και με
διάταξε... «Ποτέ Mη κάνεις σκέψεις για εμένα... θα ήταν πολύ ανόητο»
• Την Όγδοη ημέρα, κάθισα μόνος στον κήπο... (όπου με
τοποθέτησε ο Άνου) ...και καρδιά μου ήταν βαριά, πονούσε και έκλαιγε...
Τι να τα κάνω τα μάτια... αν δεν μπορώ να τον δω...
Τί να τα κάνω τα αυτιά... αν δεν μπορώ να τον ακούσω...
Τι να την κάνω την γλώσσα αν δεν μπορώ να τον γευτώ...
Τί να την κάνω την μύτη αν δεν μπορώ να τον μυρίσω...
Τι να τα κάνω τα δάχτυλα αν δεν μπορώ να τον ψηλαφήσω...
Τί να τα κάνω τα λόγια αν δεν μπορώ να του μιλήσω...
Τί να τις κάνω τις σκέψεις αν δεν μπορώ να τον φανταστώ...
Τότε ο Άνου.. (που βλέπει, ακούει, γεύεται, μυρίζει,
αισθάνεται, έχει λόγο και σκέπτεται τα πάντα) ...ένιωσε την απέραντη θλίψη μου
και...
• Την Ένατη ημέρα ο Άνου γέννησε ένα όμορφο Θεϊκό πλάσμα! Ο
Άνου γέννησε την Mητέρα, την Αδερφή, τη Σύζυγο, τη Κόρη και την Eρωμένη!
Ο «Παλαιών των Ημερών» γέννησε τη Θεϊκή Γυναίκα για εμένα!
Ο Άνου τοποθέτησε τη Θεϊκή Γυναίκα μέσα στον κήπο, δίπλα μου
και μου είπε...
«Τώρα, μπορείς να με βλέπεις, να με ακούς, να με γεύεσαι, να
με μυρίζεις, να με πιάνεις, να μου μιλάς... Τώρα έχεις εικόνα και μορφή για να με
φαντάζεσαι. Γιατί, αυτή τη γέννησα εγώ, ο Άνου, (ο Παλαιός των ημερών, ο
Ύψιστος, ο Άρχοντας των θεών, των Πνευμάτων και των Δαιμόνων). Αυτή, έχει κάτι
από όλα αυτά, είναι μέσα της... γιατί είναι σάρκα από τη σάρκα μου και αίμα από
το αίμα μου».
Έτσι είπε ο Μεγάλους Άνου... και έφυγε από εμένα ο πόνος, η
θλίψη και το κλάμα... Η καρδιά μου χάρηκε... γιατί ο Άνου μου έδωσε όμορφη
Θεϊκη σύντροφο αγαπημένη!!!
• Τη Δέκατη ημέρα η Θεϊκή Γυναίκα ξάπλωσε και κοιμήθηκε με
το φίδι!
Eγώ ξαφνιάστηκα και με κυρίεψε απελπισία.
Tότε ο Άνου θύμωσε
και πείρε πίσω τη Θεϊκή Γυναίκα που γέννησε. Την έστειλε να φυλάσσει τις πόρτες
του μαύρου Χάους και του Eρέβους, στην άκρη του κόσμου...
• Την Ενδέκατη ημέρα ο Άρχοντας των θεών, πήρε σάρκα από τη
σάρκα μου και αίμα από το αίμα μου και έφτιαξε μια άλλη όμορφη γυναίκα. Αυτή τη
διάταξε να κοιμάται μόνο μαζί μου. Όμως, η νέα γυναίκα δε μου θύμιζε σε τίποτε
τον Άνου.
• Tη Δωδέκατη ημέρα ξάπλωσα δίπλα της, την χόρτασα και την
απαρνήθηκα... δεν είχα πια, καμία γι' αυτήν επιθυμία. Eπιθύμησα πάλι τη Θεϊκή
Γυναίκα του Χάους και του Eρέβους και την ζήτησα πίσω, γιατί μόνο αυτή με έκανε
να νιώθω «δίπλα στον Άνου».
• Τη Δέκατη Τρίτη ημέρα ο «Παλαιός των ημερών», που καταλαβαίνει
τα πάντα, τη
γύρισε πίσω, σε εμένα! Έτσι, τώρα ζω με δύο γυναίκες, στον
Kήπο του Άνου. Ξαπλώνω με τη μία, αλλά επιθυμώ την άλλη! Η χαρά επέστρεψε και
πάλι στην καρδιά μου... και η επιθυμία άνθησε ξανά!
...............................
Aπόσπασμα από πινακίδα, με σφηνοειδή γραφή...
«Περπάτησα, με βαριά καρδιά, ως την άκρη του κόσμου, πήγα ως
εκεί όπου τελειώνει η γη, η θάλασσα και ο ουρανός. Έφτασα απελπισμένος εκεί
όπου αρχίζει η άβυσσος. Κανείς δεν υπήρχε εκεί, μόνο εγώ και το θεϊκό φτερωτό
φίδι που τυλίγει τον Kόσμο. «Τι θέλει ένα θνητός στη χώρα του τίποτα? Γιατί
περπατά στην άκρη της αβύσσου? Κανείς δεν τον αναζητεί? Kανείς δεν τον
χρειάζεται?»
Το σιχαμερό τέρας που ζει στη άβυσσο, πέρα από εκεί που
τελειώνει ο Κόσμος, άκουσε το
θεϊκό φτερωτό φίδι που αναρωτιόνταν... «Ένας θνητός είναι
μονάχος στη χώρα του τίποτα»... είπε. «Ένας θνητός περπατά στην άκρη της
αβύσσου... Kανείς δεν τον αναζητά... Κανείς δεν τον χρειάζεται...».
Το σιχαμερό τέρας της αβύσσου ήθελε να με κατασπαράξει. Μα το
θεϊκό φτερωτό φίδι ορθώθηκε μπροστά του και με υπερασπίσθηκε. «Ο θνητός είναι
ζωντανός. Ο θνητός δεν είναι νεκρός. Ο θνητός δε σου ανήκει. Ο πατέρας Άνου του
έδωσε ζωή και δεν τον εγκατέλειψε ακόμα. Ο θεός Ενλίλ τον αναζητά, ο θεός Ένκι
τον γυρεύει, η αφέντρα Ινάννα τον διεκδικεί. Όλοι οι θεοί κάτι ζητούν από
αυτόν. Σε αυτούς χρωστά τη ζωή του!»
Όταν άκουσα το θεϊκό φτερωτό φίδι να με υπερασπίζεται έτσι,
αναρωτήθηκα... «Aλήθεια, τί θέλω εδώ στο χείλος της αβύσσου? Ο Πατέρας Άνουν δε
μου έδωσε δώρο τη ζωή?
...οι μεγάλοι θεοί
κάτι θα ζητούν από εμένα».
Γύρισα την πλάτη στην άβυσσο και έφυγα από την χώρα του
τίποτα.
Πάτησα και περπάτησα πάνω σε στερεή γη, έβρεξα πάλι τα πόδια
μου στη θάλασσα, ανάσανα ξανά κάτω από τον ουρανό. Είπα. «Aπό εδώ και πέρα Θα
ζήσω ήσυχα εδώ. Όταν οι θεοί με αναζητήσουν, θα με βρουν εδώ. Όταν κάποιος με
χρειαστεί, θα είμαι εδώ. Εδώ με έβαλε ο Άνουκ να στέκω όρθιος και δε θα φύγω.
Θα είμαι έτοιμος να ακούσω αυτό που θα μου ζητήσουν οι θεοί. Θα πρέπει να δώσω
σε αυτούς, αυτό που χρωστάω. Ο Άνουκ μου έδωσε τη ζωή. Όταν μου τη ζητήσει
πίσω... εγώ θα είμαι εδώ, για να του την ξαναδώσω...
Tώρα ζω στην πόλη Ουρούκ, κατοικώ στο προαύλιο του οίκου του
Μεγάλου Άνουκ, φυλάγω τις αποθήκες με τις προσφορές, υποδέχομαι τους υποτελείς
και παραλαμβάνω τα δώρα. Είμαι μεγάλος και κραταιός υπηρέτης. Ο Άνουκ
υπολογίζει στην παρουσία μου και με ευλογεί. Είμαι ο Αν-μπαλού-μπαμπά, ο
σεβαστός αποθήκοφύλακας του Ναού της Ουρούκ... και οι γραφείς χαράζουν παντού
με φόβο το όνομά μου.
................................
Aπόσπασμα από πινακίδα, με σφηνοειδή γραφή...
«Eίμαι αυτός που... από νωρίς σήκωσες από το χώμα... και τον
έστειλες να σου φέρει Κέρδους από τη χώρα με τα βουνά.
Eίμαι αυτός που... διέταξες να βρει μαύρο βασάλτη... και τη μορφή σου έβαλες να
σκαλίσει επάνω στη σκληρή πέτρα.
Εγώ είμαι αυτός που... φύτεψε για σένα δέντρα που δίνουν
καρπούς... για να έχουν να τρώνε οι υπηρέτες του οίκου σου.
Εγώ Eίμαι αυτός που... έσκαψε αυλάκια και έφερε νερό από τον
ποταμό... για να πίνουν και να δροσίζονται οι ιερές δούλες σου.
Αυτός Eίμαι που... ταξίδεψε σε άλλη χώρα... και πράσινο
χαλκό αντάλλαξε... με ελεφαντόδοντο και
ήλεκτρο, για τα αγάλματα σου.
Αυτός Eίμαι που... με πολύτιμο χρυσό έντυσε, για σένα τα τα
ποτήρια, τα δοχεία, τα κανάτια και τα ιερά σκεύη του Ναού σου...
Έκανα αυτά που ζήτησες, χωρίς να βαρυγκομήσω. Και όταν
θέλησες να καταστρέψω και τους εχθρού σου... και αυτό το έκανα.
Tώρα, σου ζητώ να με καλέσεις, να καθίσω δίπλα σου, να τρώω
και να πίνω από το τραπέζι σου.
Θέλω να Eίμαι υπηρέτης και φίλος σου. Να με ρωτάς και να
απαντώ ως την αιωνιότητα!
Μαζί πρέπει να περπατάμε, τα πρωινά και τα δειλινά, μέσα
στον ουράνιο κήπο σου, εκεί όπου κατοικείς, δροσίζεσαι και ευχαριστιέσαι...
...γιατί εγώ, έκανα ότι μου ζήτησες».
................................
Aπόσπασμα από πινακίδα, με σφηνοειδή γραφή...
• «Είμαι αυτός που, ο Ενλίλ των βουνών, ο πατέρας των θεών,
διάλεξε και μίλησε...
• Είμαι αυτός που, από την αγορά της Ουρούκ, έβγαλα τη
στήλη, που πάνω της έχει γραμμένο το ύμνο του ένδοξου Σαμάς...
• Είμαι αυτός που, η Ιρκάλα, η βασίλισσα της σκοτεινιάς,
έσυρε στο θλιβερό βασίλειο της...
• Είμαι αυτός που, ο Χούμπαμπα διέταξε. «Προχώρησε και μη
φοβάσαι»...
• Είμαι αυτός που, η βασίλισσα Νινσούν, με τίμησε, και με
προσκάλεσε στο τραπέζι των θεών ......Τώρα ζω στα παλάτια της Πόρνης Σιντουρί,
αλλά δεν είμαι ευτυχισμένος... και τα βράδια, όταν εκείνη φεύγει χορτάτη από
έρωτα, μένω σαν νεκρός, αλλά με τα μάτια ανοικτά, να κοιτώ τα χρυσωμένα δοκάρια
της οροφής».
...............................
Aπόσπασμα από πινακίδα, με σφηνοειδή γραφή...
«Aνέβηκα στη χώρα που κυριαρχούσε ο Θεός Σάμας. Περπάτησα ως
εκεί όπου ζει ο τρομερός Xούμπαμπα. Έκοψα τους Κέδρους του και τους έσυρα ως
την πόλη Ουρούκ .Έφτιαξα πλίθες και σήκωσα τοίχο ψηλό και πλατύ. Τους Κέδρους
έκαμα δοκάρια και έφτιαξα με σανίδια στέγη, που σκέπασα με κεραμίδια... Έφτιαξα
αποθήκες για τις προσφορές, κοιτώνες για τους λειτουργούς και εργαστήρια για
τους τεχνίτες. Έχτισα τον Oίκο του
Mεγάλου Μαδρούκ, μεγάλο και ισχυρό, δίπλα στο ποτάμι. Φύτεψα δέντρα και έσκαψα
αυλάκια να έρθει το νερό κοντά. Τοίχο πλατύ, πάνω του να περνούν δύο άλογα,
έχτισα. Φράκτη ψηλό, σήκωσα γύρο από το ναό και άφησα τους κλέφτες έξω από τον
ιερό περίβολο. Στο κέντρο της αυλής έστησα στήλη από βασάλτη, με χαραγμένο
επάνω της, το άγιο όνομα και τους ιερούς λόγους του Θεού. Στην κορφή του οίκου,
μέσα στο ιερό δώμα, τοποθέτησα την τρομερή μορφή του, φτιαγμένη από καλά ψημένο
πηλό, που έντυσα με χρυσωμένο ελεφαντόδοντο. Τα μάτια του είναι από λάπις
λαζουλί και λάμπουν στο σκοτάδι... Φωτιά άναψα και τραπέζι προσφοράς έστησα
εμπρός στα πόδια του Μαδρούκ. Iερές δούλες - γυναίκες έφερα από όλη τη χώρα για
να τον υπηρετούν. Διέταξα η ιερή φωτιά του θεού, ποτέ να μη σβήσει και οι
προσφορές να μη λείψουν από το τραπέζι του...
Και αφού έκανα όλα αυτά... και ο θεός ήταν ευχαριστημένος
μαζί μου, τότε μόνο πήγα στο σπίτι μου. Χαιρέτισα τους αδελφούς μου, χάιδεψα τα
παιδιά μου, έφαγα ψωμί, ήπια κριθαρένιο ζωμό και ξάπλωσα σε μαλακό αχυρένιο
στρώμα, δίπλα στην αγαπημένη μου. Μα, εκείνη μου γύρισε την πλάτη και μου
μίλησε θυμωμένα... - Γιατί ήρθες? Που ήσουν τόσο καιρό?
- Aνέβηκα στη χώρα του Σάμας. Περπάτησα ως εκεί όπου ζει ο
Xούμπαμπα. Έκοψα Κέδρους και τους έσυρα ως την Ουρούκ. Έφτιαξα πλίθες και
έχτισα Ιερό Οίκο για το Μαδρούκ... Της απάντησα.
Τότε, αυτή με αγκάλιασε και δέχτηκε να κοιμηθώ μαζί της».
...............................
Aπόσπασμα από πινακίδα, με σφηνοειδή γραφή...
«Ο Ενλίλ των βουνών, ο πατέρας των θεών. αυτός που καθορίζει
την τύχη, με διάλεξε και μου μίλησε. Μου είπε «Στάσου, στάσου εκεί» ...μα εγώ
δεν μπόρεσα να σταθώ και έπεσα κάτω. Τότε ο Ενλίν των βουνών, θύμωσε και μου
είπε «Φύγε» Όμως εγώ δεν έφευγα... μέχρι που αυτός ξεθύμανε το θυμό του και μου
είπε... «Καλά, μείνε. Aλλά θα είσαι για πάντα πεσμένος κάτω... θα σέρνεσαι στα
πόδια μου». Τότε εγώ σηκώθηκα, του γύρισα την πλάτη και έφυγα μακριά».
...............................
Aπόσπασμα από πινακίδα, με σφηνοειδή γραφή...
«Η βασίλισσα Νινσούν, η σοφή με τη βαθιά γνώση, με τίμησε.
Με έβαλε να καθίσω δίπλα στους θεούς. Με κάλεσε στο τραπέζι τους και με διέταξε
να φάω μαζί τους... Μα εγώ φοβήθηκα και δεν άπλωσα χέρι στην τροφή των θεών.
Tότε αυτή γέλασε και μου είπε... Είδες τι κάνει ο ανόητος φόβος σου? Έχασες την
αθανασία. Θα γινόσουν αθάνατος, θα κατοικούσες στο ναό μου και θα κοιμόσουν στο
κρεβάτι μου. Θα ήσουν άντρας, πατέρας, αδελφός και γιός μου...»
...............................
Aπόσπασμα από πινακίδα, με σφηνοειδή γραφή...
«Στην αγορά της Ουρούκ, έστησα τη στήλη που πάνω της έχει
γραμμένο το ύμνο του ένδοξου Σαμάς. Eγώ έστησα την στήλη για το Σαμάς. Στα
πόδια του στάθηκα με απλωμένα τα χέρια... μα εκείνος γύρισε το βλέμμα του αλλού.
Δεν ήθελε να με κοιτάξει... ούτε τη στήλη μου ήθελε... Στην αγορά της Ουρούκ ο
μεγάλος Σαμάς δεν έχει στήλη πια, το όνομά του
δεν είναι γραμμένο ούτε η μορφή του φαίνεται πουθενά. Στο
θρόνο της Ουρούκ βασιλεύει τώρα η Ιστάρ. Το όνομά της είναι γραμμένο παντού...
προσφορές δέχεται από όλους και η μορφή μου είναι σκαλισμένη δίπλα στη δική
της»
................................
Aπόσπασμα από πινακίδα, με σφηνοειδή γραφή...
«Ο Χούμπαμπα μας διέταξε. «Προχωρήστε και μη φοβάστε»...
όμως η αδυναμία μας είχε τυλίξει γιατί τα πόδια και τα χέρια μας ήταν τσακισμένα.
Όλη την ημέρα παλεύαμε μαζί του. Μα κανείς μας δεν μπόρεσε να τον καταβάλει...
και όταν αυτός αποφάσισε να μας αφήσει να διαβούμε το πέρασμα της ζωής... εμείς
ήμασταν νικημένοι με τα μέλη μας τσακισμένα, πεσμένοι ανάσκελα στο χώμα, με τα
μάτια άδεια να κοιτούμε τον ουρανό...»
...............................
Aπόσπασμα από πινακίδα, με σφηνοειδή γραφή...
«Η Ιρκάλα, η βασίλισσα της σκοτεινιάς, με έσυρε στο θλιβερό
βασίλειο της. Μου πρόσφερε τα πλούτη της και με κάλεσε να καθίσω δίπλα της.
Όμως εγώ ένιωσα ακατανίκητη επιθυμία να φύγω από τη χώρα όπου η λησμονιά
κυριαρχούσε. Τότε αυτή το κατάλαβε και με έριξε στο βρομερό λάκκο όπου ζουν οι
σκιές των νεκρών. Διάλεξε έναν άλλο για να τρώει στο τραπέζι της και να
ξαπλώνει στο κρεβάτι της...»
...............................
Aπόσπασμα από πινακίδα, με σφηνοειδή γραφή...
«Η θεϊκή Σαμχάτ με ξεγέλασε. Με έκανε να αρνηθώ τη φύση και
τους τρόπους μου. Με έμαθε να κόβω τα μαλλιά μου και να αφαιρώ τις τρίχες από το
σώμα μου.
Η όμορφη πόρνη Σαμχάτ αφαίρεσε τα δέρματα ζώων από επάνω
μου, με έντυσε με υφάσματα, πέταξε τα κλαδιά και τα φύλα όπου ξάπλωνα και με
πήγε στο μαλακό κρεβάτι της.
Η θεά Σαμχάτ μου άναψε φωτιά να ζεσταίνομαι και μου δίδαξε
να μαγειρεύω την τροφή μου...
Tώρα ζω στα παλάτια της Πόρνης Σαμχάτ, αλλά δεν είμαι
ευτυχισμένος... και τα βράδια, όταν εκείνη φεύγει χορτάτη από έρωτα, μένω σαν
νεκρός, αλλά με τα μάτια ανοικτά, να κοιτώ τα χρυσωμένα δοκάρια της οροφής»
................................
Aπόσπασμα από πινακίδα, με σφηνοειδή γραφή...
«Όταν ο Θεϊκός Άνου,
μας ξερίζωσε από την πόλη της Ουρ και μας παρέδωσε στους δαίμονες τις
κόλασης... εμείς αγαπημένη, ατρόμητοι σταθήκαμε μπροστά τους και απαντήσαμε με
περίσσια βεβαιότητα σε όλες τις ερωτήσεις τους... και όταν η Θεά λέαινα χίμηξε
να μας σπαράξει... εμείς επικαλεστήκαμε το μεγάλο Μαρδούκ... και ευθείς έκανε
πίσω. Tώρα (μακριά από τις θλιβερές σκιές των νεκρών) στην όμορφη χώρα με τις
υδάτινες διώρυγες και με τα πράσινα τα δέντρα, ευτυχισμένοι θα ζήσουμε μαζί για
πάντα!»
................................
Aπόσπασμα από πινακίδα, με σφηνοειδή γραφή...
«Ο Άνου, ο παλαιός των ημερών, είναι κύριος της Ουρούκ.
Ο Άνουν είναι άρχοντας των θεών και των πνευμάτων,
Οι δαίμονες τρέμουν μπροστά του γιατί των φοβούνται
και τα άστρα, ακολουθούν υπάκουα τον δρόμο, που ο αυτός έχει
καθορίσει.
Ο Ανούκ είναι δίκαιος, κυβερνά με σύνεση την Ουρούκ...
Οι Ανουκακι υπηρετούν το μεγάλο Άνουκ και τον βοηθούν...
Αλίμονο, σε αυτόν που θα αδικισει τον αδύναμο...
Αλίμονο, σε αυτόν που θα αθετήσει την υπόσχεση του...
Τα τρομερά παιδιά του Άνου, θα τον σύρουν εμπρός στο Θεό των
θεών...
Ο Παλαιός των ημερών, τον άδικο, θα τον κρίνει αυστηρά, θα
τον καταδικασει.
Οι Ανουκακι, θα
παραδώσουν τον κακούργο στη Βασίλισσα των Νεκρών.
Η Ερεσκιγκάλ, η σκοτεινή, θα τσακίσει τα κόκαλα του, θα σκίσει τη σάρκα του... θα τον πετάξει στο βρωμερό λάκκο που ζουν οι σκιές... εκεί ο
άδικος θα ζει αιώνια... Έτσι κυβερνά, ο δίκαιος Άνουκ, τους θεούς, τα πνεύματα,
τους δαίμονες και τους ανθρώπους... στον Οίκο του, στην Ουρούκ»
................................
Aπόσπασμα από πινακίδα, με σφηνοειδή γραφή...
«Πονάω, ζω στη μοναξιά και η καρδιά μου είναι βαριά.
Όλοι στέκουν μακριά μου, δεν μιλούν και δεν κοιτούν.
Όσοι πλησιάζουν θέλουν τα κομμάτια από το κορμί μου.
Κανείς δε λέει... - Έλα, σύκο, περπάτα μαζί μου.
Kανείς δε λέει... - Πάρε, είναι δικό σου.
Kανείς δε λέει... - Έλα, πες μου, μίλα. Είμαι εδώ.
Ο άνεμος φέρνει άμμο, το νερό είναι βρόμικο και το ψωμί έχει
σκουλήκι.
Kανείς δε βλέπει ομορφιά εδώ, γιατί δεν υπάρχει.
Kανείς δεν ακούει τραγούδι, γιατί υπάρχει μόνο σιγή.
Ο Ένλιλ, που κυβερνά τον ουρανό, με έχει εγκαταλείψει.
Ο Ένκι, που διατάσσει, τα ύδατα με έχει εγκαταλείψει.
Ο Σάμας με έχει
εγκαταλείψει. Οι θεοί δε με αναγνωρίζουν πια.
Ο μεγάλος Άνουκ, ο Ύψιστος, ο Παλαιός των ημερών, είναι η
επιθυμία μου.
Θα πάω στον Οίκο του, στην Ουρούκ, θα ζητήσω προστασία από
τη θεϊκή κόρη του.
Η Ινάννα, σύντροφός και σύζυγος στο τραπέζι και το κρεβάτι
του, θα με προστατεύσει...
Όταν ο Άνουκ και η Ινάννα πουν «Φύγε», θα πάω στην
Ερεσκιγκάλ, τη σκοτεινή.
Θα πω... Ο Ένλιλ του ουρανού, ο Ένκι της θάλασσας και ο μεγάλος
Σάμας με έχουν αρνηθεί.
Ο Άνουν, ο παλαιός των ημερών και η θεϊκή Κόρη Ινάννα, η
αφέντρα, με απαρνήθηκαν.
Θα πω, σε αυτή όπου οι θνητοί φοβούνται να ξεστομίσουν το
όνομά της, ...Είμαι εδώ!
Τα κόκαλα μου είναι τσακισμένα, η σάρκα μου είναι σκισμένη
και η καρδιά μου είναι κομμάτια...
Πέταξε με, στο βρομερό λάκκο όπου ζουν οι σκιές των
νεκρών... Kανείς δε με αποζητά».
................................
Aπόσπασμα από πινακίδα, με σφηνοειδή γραφή...
«Ήμουν κάτω στο χώμα χωρίς δύναμη και ανάσα. Τα μέλη μου ήταν
τσακισμένα και πονούσα πολύ. Φώναζα, μα η φωνή μου δεν ακούγονταν. Η Ιρκάλα, η
βασίλισσα της σκοτεινιάς είχε ρίξει τον βαρύ ίσκιο της επάνω μου. Όταν πια δεν
είχα δύναμη να φωνάξω... ένα χέρι με σήκωσε και με έστησε πάλι στα πόδια μου!
Ήταν ο Ενλίλ, ο πατέρας των θεών που με σήκωσε ψηλά... Και μετά, η βασίλισσα
Νινσούν η σοφή, με τίμησε με την
επίσκεψή της και μου έδωσε βαθιά γνώση...»
...............................
Aπόσπασμα από πινακίδα, με σφηνοειδή γραφή...
Η Αιά (με τα ρόδινα μάγουλα) με βρήκε να είμαι ξύπνιος
ακόμα. Οι «άνθρωποι σκορπιοί», όλο το βράδυ, φύλαγαν το πέρασμα από όπου έρχεται ο ύπνος. Η χώρα των ονείρων
κρατούσε τις πύλες της κλειστές και σφραγισμένες για εμένα.
Είναι κουρασμένος και απογοητευμένος... Τα πόδια μου
τρέμουν, η θέληση με εγκατέλειψε και το θάρρος μου έχει εξαφανιστεί... γιατί,
όλοι οι θεοί (οι Ιζιλί)... όλα τα πνεύματα και όλοι οι δαίμονες είναι εναντίον
μου και με καταδιώκουν.
Ο Αντάντ με το Σουλλάτ έχουν ανάψει τους πυρσούς της θύελλας
και με κυνηγάνε με άνεμο, βροχή και κεραυνό. Ο Νινούρτα, στέρεψε τα πηγάδια για
μένα και μου στερεί το καθαρό νερό. Ο Σαμουκάν στέλνει εναντίον μου, τα άγρια
θεριά του δάσους και τα αιμοβόρα κτήνη των βουνών.
Ο βρομερός λάκκος των νεκρών φαίνεται πως έχει ανοίξει για
εμένα και με καρτερεί!
Ο Ανουνάκι, (ο τρομερός δικαστής του Κάτω Κόσμου) βιάζετε να
με κρίνει αυστηρά. Ο Μπελίτ - Σερ (ο χθόνιος γραφέας) με έχει γράψει από τώρα
στον κατάλογο του. Ο Μαμμέντου, δεν έχει άλλη «καλή μοίρα» να δώσει σε εμένα. Ο
Ναμτάρ μου στέλνει αρρώστια, πυρετό, πόνο και πείνα. Η Νέτι έχει ανοίξει από τώρα τις πύλες του κάτω κόσμου και με
καλεί να τις περάσω. Ο Νεργκάλ (ο σύζυγος της Ερεσκιγκάλ) γελά κοροϊδευτικά
όταν ακούει το όνομά μου. Ο Εντουκούγκα και ο Ντιντουγκούγκα ακονίζουν τα
μαχαίρια τους για να με λιανίσουν. Η φοβερή βασίλισσα του Κάτω Κόσμου, η
Ιρκάλλα - Ερεσκιγκάλ, τρίβει τα χέρια της με ικανοποίηση καθώς βλέπει το
βασίλειο της (με εμένα) να πληθαίνει.
...και αυτό γιατί, όλοι οι άλλοι Oυράνιοι και σεβαστοί Ιζιλί
έχουν αποστρέψει το βλέμμα τους από εμένα και αδιαφορούν.
Τι έκανα (άθελά μου) που τους πρόσβαλε? Σε τί τους αγνόησα,
τί τους στέρησα και τί είναι αυτό που τους έκανε να με απαρνηθούν?Είμαι ένα
απλός άνθρωπος που δεν μπορώ ούτε να τους αγνοήσω, ούτε να τους βλάψω. Mήπως δε
νοιάζονταν ποτέ για εμένα? Mήπως ήμουν
ένα παιχνίδι τους, που έσπασε και τώρα το πατάνε...? Μόνο η στοργική Kι (η Kυρά
της γέννησης Νιντού, η Μητέρα Νινχουρσάγκ) η μάνα γη, στάθηκε και άκουσε το
παράπονο μου.
«Τί έκανε αυτός ο άνθρωπος και οι ουράνιοι Ιζιλί τον
εγκατέλειψαν?Γιατί όλα τα Πνεύματα και όλοι οι Δαίμονες είναι εναντίον
του?Γιατί οι μοχθηρές θεότητες του κάτω κόσμου βιάζονται να τον
καταβροχθίσουν?Δεν είναι παρά ένας ασήμαντος άνθρωπος, ούτε δυνατός, ούτε
σοφός, ούτε άγιος.Είναι ένας απλός άνθρωπος που παλεύει για να βρει ψωμί και
νερό να ζήσει. Μία μικρή ανάσα είναι, που θα την καταπιεί ο μεγάλος άνεμος,
όταν φυσήξει.»
Η σοφή Νινσού, η μάννα του Γκιλγκαμές, άκουσε την Kι... και
πρόστρεξε στον ΑνούΟ Ενλίν, ο φιλάνθρωπος, άκουσε την Kι... και πρόστρεξε στον
ΑνούΗ γόνιμη Νισάμπα, με τους πολλούς καρπούς, άκουσε την Kι... και πρόστρεξε
στον ΑνούΟ Σαμάς ο φωτεινός, άκουσε την Kι... και πρόστρεξε στον ΑνούΗ Νινκί, η
μάνα του Ενλίλ, άκουσε την Kι... και πρόστρεξε στον ΑνούΟ Εά, ο σοφός γιος του
Μεγάλου, άκουσε την Kι... και πρόστρεξε στον ΑνούΗ Αντούμ , η ευγενική
σύντροφος του Ύψιστού, άκουσε την Kι... και πρόστρεξε στον ΑνούΟ Ισουλανού, ο
θεϊκός κηπουρός, άκουσε την Kι... και πρόστρεξε στον ΑνούΗ Αρουρού, η
δημιουργός του Ενγκιντού, άκουσε την Kι... και πρόστρεξε στον Ανού
«Τί έκανε αυτός ο άνθρωπος και οι ουράνιοι Ιζιλί τον
εγκατέλειψαν?Γιατί όλα τα Πνεύματα και όλοι οι Δαίμονες είναι εναντίον
του?Γιατί οι μοχθηρές θεότητες του κάτω κόσμου βιάζονται να τον
καταβροχθίσουν?»
Ο Πατέρας των θεών του Στερεώματος, ο ύψιστος, ο απόμακρος,
ο πάνσοφος και αιώνια σιωπηλός Ανού (μέσα στην απόλυτη ευδαιμονία του) δεν
απαντά. Χαμογέλασε, γιατί ΓNΩPIZEI!
Μα εγώ, δεν έμαθα ποτέ (ούτε θα μάθω) ποιο θα είναι το
μέλλων μου. Συνεχίζω να ζω με το φόβο, τη φτώχεια, την αρρώστια και την
απογοήτευση. Αν και τώρα, έχω μια (αδιόρατα απροσδιόριστη) ελπίδα, γιατί η μισή
Δημιουργία με προσέτρεξε... ...και ο Ανού (που ΓNΩPIZEI αλλά δε μιλά)
χαμογέλασε για εμένα.
* Πήλινη πινακίδα (πρόσφατα ανακαλυφθείσα, στην περιοχή
Κομιανάτα, στο νησί των Κορυφών!) με απόσπασμα από (ψευδεπίγραφο) άγνωστο
Σουμεριακό Έπος (που δε γράφτηκε ακόμα από τον P.S.Mavro/Stavriotis). Προφανώς
είναι μια από τις πολλές πινακίδες που αφαιρέθηκαν από άγνωστους που εισέβαλαν στο στο Μουσείο της Βαγδάτης, κατά τον τελευταίο πόλεμο. Οι υπόλοιπες πινακίδες
ακόμα αγνοούνται (μαζί με αυτούς που τις έκλεψαν, φυσικά...)
• Απο ψευδεπίγραφο «Άγνωστο Μεσοποτάμιο Έπος» του
P.S.Mavro/Stavriotis.
...............................
Aπόσπασμα από πινακίδα, με σφηνοειδή γραφή...
Τολμώ και διεκδικώ ερωτικά την Ιστάρ - Ιναννά!
Είδα την τρομερή θεά να περπατά γυμνή στον κήπο της... τη
θαύμασα, την πόθησα και την αγάπησα(!) αλλά είπα...
Ποιος - Ποιος είσαι εσύ (ο θνητός) που κρυφά κοιτάς τη
θεά?(Δεν το γνωρίζεις ανόητε, ότι όποιος την είδε... την ερωτεύτηκε?)Ποιος -
Ποιος είσαι εσύ (ο τιποτένιος) που τολμάς και την ποθείς? (Δεν γνωρίζεις ανόητε
πως όποιος ακούμπησε το θεϊκό κορμί της... κάηκε?)Ποιος - Ποιος είσαι εσύ (ο
ανόσιος), που παραμόνεψες να τη δεις γυμνή?(Δεν γνωρίζεις ανόητε, πως όποιος
την ερωτεύτηκε... τυφλώθηκε?)
Όλοι όσοι είδαν (την θεά) να περπατά γυμνή στον κήπο της
ένιωσαν έρωτα δυνατό...(Σκουλήκι της λάσπης (για την αγάπη της) κατάντησε ο
γραφέας Βαλα-πούκ-πα που την κρυφοκοίταξε)... όλοι τους (όσοι είδαν γυμνή)
επιθύμησαν να ξαπλώσουν μαζί της, στο κρεβάτι της... (Άγριο γαϊδούρι (για την αγάπη της) έγινε ο αδελφός του
βασιλιά Μιγκου-μπούγκα που την πόθησε)... όλοι τους (όσοι είδαν γυμνή) την
πόθησαν και θέλησαν να κάτσουν στο τραπέζι της. (Ασβός έγινε (για την αγάπη
της) ο γιος του αρχιερέα Χουα-μπάκ-Χουα που την αγάπησε).
Κανείς από αυτούς - ποτέ - δεν τα κατάφερε να γίνει
ομοτράπεζος και ομόκλινος της. (Αυτοί που πλησίασαν το στρωμένο τραπέζι, όπου η
θεά τρώει και πίνει, νόσησαν βαριά). Κανείς τους δεν κατάφερε, από όλους
αυτούς, εραστής και αγαπημένος της να γίνει.(Αυτοί που πλησίασαν το στρωμένο
κρεβάτι, όπου η θεά ξεκουράζει το κορμί της, τρελάθηκαν). Κανείς, την τρομερή
θεά, δεν είδε γυμνή, παρά τη θέλησή της και δεν το πλήρωσε ακριβά. (Αυτοί που,
στο λουτρό της - γυμνή - την είδαν να λούζεται... έγιναν μουγκοί, κουφοί και
τυφλοί).
Όποιοι την Ιστάρ - Ιναννά πόθησαν ερωτικά - βρέθηκαν (στο
σιχαμερό λάκκο των νεκρών) να λιώνουν πριν την ώρα τους.Αντί φιλιά και χάδια
(από την Oυράνια Θεά) τη βρομερή ανάσα της χθόνιας Ιρκάννα, γνώρισαν στον
σκοτεινό το τάφο. Μα, ο ερωτικός πόθος, νιώθω για την πανώρια θεά, είναι
μεγάλος... και τα ξεχνώ όλα αυτά, γι'αυτήν. Ναι! Εγώ ο ταπεινός, ποθώ (με
πείσμα) την ουράνια θεά, την τρομερή (αθάνατη) κόρη του πατέρα Ανού... Nαι! Εγώ
ο θνητός άνθρωπος, τολμώ και διεκδικώ ερωτικά (με θάρρος) τη θεσπέσια Ιστάρ -
Ιναννά!
• Απο ψευδεπίγραφο «Άγνωστο Μεσοποτάμιο Έπος» του
P.S.Mavro/Stavriotis.
...............................
Aπόσπασμα από πινακίδα, με σφηνοειδή γραφή...
Η όμορφη πόλη Nιπούρ!
Γέροντας φτωχός και άρρωστος... (μακριά από την αγαπημένη
μου Νιπούρ)
...θα πεθάνω, στα μακρινά - κρύα - σκοτεινά - απόκρημνα
βουνά του βορά.
Τους ίσιους δρόμους της Nιπούρ, τα γερά σπίτια με τα
στολισμένα δώματα και τις δροσερές ταράτσες...
τα φαρδιά τείχη, τους ψηλούς πύργους και τις βαριές πόρτες
που την προστατεύουν... δε θα ξανά δω ποτέ μου.
Τους πλούσιους ναούς της, με τους πολλούς ορόφους, τα
σκαλοπάτια, τα διαζώματα και τις ευρύχωρες αυλές...
Τους σεβαστούς ιερείς του Ύψιστου δε θα ξανά συναντήσω, σε
ιερά δώματα, να ψάλουν και να προσφέρουν λιβάνι.
Oύτε τους γραφείς στις αποθήκες, θα ξανά δω, να καταμετρούν
τις προσφορές των πιστών...
...ούτε με τις όμορφες γυναίκες, τις αφιερωμένες στο Ναό της
θεάς, θα ξανά ξαπλώσω.
Θα με θάψουν (οι ξένοι - σαν ξένο ) στα υγρά, ζεστά, δίχως
αέρα δάση του Νότου...
Στα θλιβερά δυτικά νησιά της λησμονιάς θα με βρουν οι
δαίμονες και θα με κομματιάσουν...
Τις βαθιές διώρυγες, με τα πολλά πλοιάρια, που διασχίζουν
την όμορφη Νιπούρ ...δε θα ξανά δω ποτέ μου!
...ούτε τους αγριωπούς ναυτικούς, να μαλώνουν στις προβλήτες
της, θα ξανά ακούσω.
Τους εμπόρους στα μαγαζιά, να διαλαλούν την εξωτική
πραμάτεια τους... δε θα ξανά χαρώ...
...ούτε τους τεχνίτες, στα εργαστήριά, να σφυρηλατούν τα
ασημικά τους.
Ανάμεσα στο πολύχρωμο - πολύβουο πλήθος της αγοράς της
πόλης, δε θα ξανά περπατήσω....
...γιατί, πολύ μακριά, βρίσκομε τώρα, από την αγαπημένη μου
Nιπούρ.
Σε αφιλόξενο μέρος, μόνος και έρημος (μακριά από την ιερή
πόλη) θα πεθάνω...
Θα λιώσω, στο βρομερό λάκκο των νεκρών, στην ανατολική
έρημο... εκεί όπου πετούν τους ξένους.
Μα... μέχρι τότε, η όμορφη πόλη Nιπούρ, θα είναι για πάντα
στη σκέψη μου.
Όσο δε θα βρίσκομαι σε αυτήν... αυτή θα αναζητώ... και θα νιώθω
πως... μακριά της δε βρίσκομαι πουθενά.
Σε αυτή (την ευλογημένη - αγαπημένη πόλη με τους
ευτυχισμένους ανθρώπους της) δε θα καταφέρω ποτέ - πάλι, να γυρίσω...
...γιατί (τώρα πια) ζω στην άκρη του τίποτα, δίπλα στο
πουθενά... εκεί όπου ο σκοτεινός ωκεανός βυθίζετε στην άβυσσο.
Σύντομα θα βυθιστώ (και εγώ) μέσα στα νερά της σιωπής και
της ανυπαρξίας... κανείς δε θα γνωρίζει ότι υπήρξα...
και έτσι, θα ξεχαστώ για πάντα, από τη μνήμη των ανθρώπων
της Νιπούρ, που τόσο αγάπησα.
• Απο ψευδεπίγραφο «Άγνωστο Μεσοποτάμιο Έπος» του
P.S.Mavro/Stavriotis.
...............................
Aπόσπασμα από πινακίδα, με σφηνοειδή γραφή...
Ο πατέρας μου είναι ένα Λιλλού.
Γυρνά τη νύχτα στους σκοτεινούς δρόμους της Λαγκάς και
ρουφά το αίμα των ανθρώπων, …κομματιάζει τα ζώα, ποδοπατά τα σπαρτά, σπάει τα
σκεύη και διαλύει τους υδατοφράχτες.
Η μητέρα μου είναι μία Αγία γυναίκα του Ναού.
Κατοικεί στα ιερά δώματα και κανείς δεν την κοιτά…
γιατί κρύβεται πίσω από ιερά παραπετάσματα. Κάθετε, τρώει, πίνει, κοιμάται δίπλα
στο Θεό… και ολοήμερης καίει θυμίαμα στην εικόνα του.
Εγώ δεν είμαι ούτε άνθρωπος, ούτε δαίμονας, ούτε θεός.
Γιατί ο πατέρας μου είναι ένα Λιλλού… και η μητέρα μου
μια Αγία γυναίκα.
Πολλοί με αποφεύγουν, γιατί με φοβούνται… και πολλοί περιμένουν
κάτι θαυμαστό από εμένα.
Γεννήθηκα στο μαντρί που το Λιλλού κρατούσε φυλακισμένη
την μητέρα μου.
Με ζέσταναν με το χνότο τους, τα γαϊδούρια και τα πρόβατα.
Οι πρώτοι που μου ευχήθηκαν ήταν οι βοσκοί. (…και όλα
αυτά που λένε για θαυμαστά που προηγήθηκαν, ή που ακολούθησαν της γέννηση μου,
είναι ψέματα) Κανείς σπουδαίος (βασιλιάς ή ιερέας) δεν ενδιαφέρθηκε
για εμένα… όσο για τα πνεύματα που τάχα με νανούρισαν, ψέμα είναι και αυτό.
Ήταν πολύ κρύα η νύχτα και κανείς από τους ουρανίους Ιζιλλοί δεν είχε όρεξη (να αφήσει
τα ζεστά δώματα του) για να μου τραγουδήσει.
Ως τα 12 χρόνια μου έζησα στο ναό της μητέρας μου.
Η Αγία με έμαθα να καταγράφω, να μετρώ και να ζυγίζω
τα χαρίσματα των προσκυνητών…και οι Ιερείς με δίδαξαν τα μυστικά των ορυκτών,
των φυτών κα των μετάλλων…
Είναι αλήθεια ότι θεράπευσα κάποιους δύστηχους… ποτέ όμως δεν
ένωσα ένα κομμένο κεφάλι πάλι με το σώμα του… ούτε έφερα κάποιον, από
το σκοτεινό βασίλειο της Ερεσιγκάλ, ξανά στον επάνω κόσμο...
Πολλοί ζήτησαν την συμβουλή μου και υπέδειξα σε κάποιους
πώςνα πορευτούν… κανένα όμως φοβερό μυστικό και καμιά κρυμμένη σοφία
δεναποκάλυψα… ούτε ποτέ έκρυψα πως ήμουν γιος ενός Λιλλού, διαδίδοντας (τάχα)
πωςο πατέρας μου είναι ένας από τους Ιζιλλοί.
Αυτά που έμαθα από την Αγία μητέρα μου και όσα μου
γνωρίσαν οι Ιερείς του Ναού, τα μοιράστηκα με αυτούς που είχαν όρεξη για μάθηση…
ποτέ όμως δεν είπα ότι οι ουράνιοι Ιζιλλοί μου αποκάλυψαν τα θειικά μυστικά
τους…Ούτε φυσικά υπαινίχτηκα πως μιλώ στο όνομά τους, ή ότι γνωρίζω το θέλημα
τους…
Ποτέ κανένας δεν με έχρισε (μυστικά ή φανερά) …ούτε
κάποιοι με προόριζαν για αρχιερέα και βασιλιά… και είμαι βέβαιος, πως (όπως
όλοι) θα γεράσω και εγώ, θα νοσήσω και θα πεθάνω. Η μοίρα μου είναι να λιώσω στο
βρομερό λάκκο των νεκρών… Θα με καταπιεί και εμένα η τρομερή Ερεσιγκάλ και ποτέ
πια,δεν θα ξεφύγω από τη θλιβερή αγκαλιά της…
Είναι σίγουρο πως, μετά από μερικές γενιές, κανείς δεν
θαθημάτε το όνομά μου… ούτε κάποιοι θα φαντάζονται πως κάποτε έζησα
(έπαιξα, ερωτεύτηκα, χάρηκα και πόνεσα) στην όμορφη πόλη της Λαγκάς…
Γι’αυτό εγώ, χαράζω την ιστορία μου (στις πινακίδες) για
να μάθουν οι άνθρωποι του μέλλοντος πως και αυτοί θα χαθούν (όπως και εγώ)
μια μέρα… και πως και αυτοί θα ξεχαστούν όπως ξεχάστηκαν τόσοι και
τόσοι…(κατεστραμμένο κείμενο)
Ακόμα χαράζω την ιστορία μου για να μη χαθεί αυτό που
έμαθα…(κατεστραμμένο κείμενο) …πως… (κατεστραμμένο κείμενο) …θα
αναστηθώ…(κατεστραμμένο κείμενο) …εσύ που διαβάζεις θα… (κατεστραμμένο κείμενο)
*Εδώ το κείμενο διακόπτετε απότομα γιατί η πινακίδα είναι
ολοσχερώς κατεστραμμένη… Το τέλος του κειμένου αγνοείτε.
• Απο ψευδεπίγραφο «Άγνωστο Μεσοποτάμιο Έπος» του
P.S.Mavro/Stavriotis.
...............................
Aπόσπασμα από πινακίδα, με σφηνοειδή γραφή...
Ξεκίνησα από την πόλη Κίι…
Ξεκίνησα από την πόλη Κίι… με τους ωραίους λαχανόκηπους
Περπάτησα δίπλα στο ποτάμι και ανέβηκα αντίθετα στα νερά
Πήγα πολύ μακριά, έφτασα εκεί όπου το έδαφος είναι
γεμάτο πέτρες…
Βόρια, όπου φυτρώνουν πολλοί ψιλοί – χοντροί- γεροί Κέδροι..
Πέρασα το σκοτεινό δάσος και ανέβηκα επάνω στα βουνά…
Έφτασα σε ένα μέρος που ο αέρας μύριζε και το χώμα σου
έκαιγε τα πόδια
Είδα το τέρας που ξερνούσε καπνό και φωτιά… και τρόμαξα.
Σκεφτικά…
Και τώρα που έφτασα εδώ, τι πρέπει να κάνω? Τα πόδια μου
κάηκαν και η αναπνοή μου κόπηκε… Τι είναι αυτό που με έφερε εδώ για να
πεθάνω?>
Κάθισα επάνω στη καψαλισμένη γη και άρχισα να κλαίω
Είχα απελπιστεί γιατί δεν ξεχώριζα το σκοπό μου…
Έφτασα ως εδώ… και δεν γνώριζα τι θα έπρεπε να κάνω…
Ώσπου εμφανίστηκες ΕΣΥ μπροστά μου και με διέταξες
<Σήκω επάνω. Περπάτα ως την άλλη πλευρά του βουνού. Κατέβα
την πλαγιά… μπες στην κοιλάδα με τις ορθωμένες στήλες από βασάλτη. Διάλεξε ένα
γερό καθαρό κομάτι βράχου. Κόψε γερούς Κέδρους και φτιάξε μία δυνατή άμαξα. Βρες
δύο δυνατούς ταύρους, ζέψε τους και σύρε το βασάλτη ως την Κίι…>
Έτσι και έκαμα.
Διάλεξα ένα καλό κομμάτι βασάλτη. Έκοψα κέδρους,
Έφτιαξαάμαξα, Έζεψα δύο ταύρους και έσυρα το βαρύ βράχο ως την πόλη Κίι.
Έστησα το Βασάλτη στη μέση της αυλής του ναού… και
προσέφερα τους ταύρους στους ιερείς…
Πολλοί έμαθαν για το κατόρθωμα μου και ήρθαν να θαυμάσουν
το μεγάλο βράχο… Στήθηκαν γύρο από τη στήλη σου και κοίταζαν με απορία…
Τότε εγώ πήρα το σφυρί και το κοπίδι μου και σκάλισα στην
κορυφή του τη μορφή σου. Από κάτω χάραξα τα ιερά σύμβολα, τα μυστικά σημεία και
τα γράμματαόπου ιστορούν τον άθλο μου…
Έτσι, η δόξα μου τώρα, θα είναι αιώνια… γιατί το όνομά μουθα
είναι για πάντα
χαραγμένο δίπλα στο δικό σου… πάνω σε αυτή τη στήλη από
βασάλτη!
Γιατί, κανείς ποτέ, δεν άφησε την όμορφη πόλη Κίι (με
τις πλατιές διόριζες και τους πράσινους λαχανόκηπους) για να ταξιδέψει τόσο
βόρια…
κανείς δεν ανέβηκε το ποτάμι και δεν μπέικε στο
σκοτεινό δάσος των Κέδρων… κανείς δεν είδε το τέρας που ξερνά καπνό και φωτιά…
κανείς δεν περπάτησε πάνω σε καψαλισμένη γη…
κανείς δεν μπήκε στην κοιλάδα με τις όρθιες στήλες
του βασάλτη…
…ούτε κάποιος έσυρε ποτέ, ένα τόσο μεγάλο κομμάτι βράχου
ω ςτην όμορφη Κίι…!!!
Και όλα αυτά γιατί ΕΣΥ με διέταξες… και γιατί εγώ έκανα
αυτό που ήθελες!
• Απο ψευδεπίγραφο «Άγνωστο Μεσοποτάμιο Έπος» του
P.S.Mavro/Stavriotis.
...............................
Aπόσπασμα από πινακίδα, με σφηνοειδή γραφή...
Ήσουν ένα τίποτα πεταμένο κάτω στη Γη.
Ήσουν ένα τίποτα πεταμένο κάτω στη Γη. Κάτι αδύναμο που
όλοι το κλώτσαγαν και το περιφρονούσαν... Εγώ σε σήκωσα από χάμω και σε έκανα
κάτι λαμπερό. Σου έδωσα χάρη και δύναμη… σε έστησα ψηλά. Σε κάλεσα να κοιμάσαι
στα δώματά μου, να τρως στο τραπέζι μου και να λούζεσαι στο λουτρό μου...
Τοποθέτησα την εικόνα σου δίπλα στη δική μου. Όλοι
τη σέβονταν και έκαιγαν θυμίαμα μπροστά της… Οι υπηρέτες μου σου
προσέφερα πολύτιμα δώρα… υφαντά από τη Φοινίκη, μαργαριτάρια από την Ινδία,
χρυσάφι από την Αίγυπτο, χαλκό από τη Κύπρο, Χένα από τη Λυβική… και Αραβικό
Οπούς Λαζουλί για να βάφεις γαλάζια, τα μάτια σου.
Μα εσύ είσαι μια αχάριστη ύπαρξη. Κλότσησες την εικόνα
μου,την έριξες στο πάτωμα, την θρυμμάτισες και την ποδοπάτησες. Λέρωσες τα
σεντόνια μου, σκόρπισες την τροφή μου και μόλυνες το νερό μου…
Τώρα εσύ είσαι αφέντρα στον Οίκο της Νιπούρ…και για εμένα
δεν ενδιαφέρεσαι καθόλου.
• Απο ψευδεπίγραφο «Άγνωστο Μεσοποτάμιο Έπος» του
P.S.Mavro/Stavriotis.
...............................
Περισσότερα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου