Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΕΝ ΜΑΥΡΟΙΣ


Η παρωδία αυτή παίχτηκε την 1 Φεβρουαρίου 1942 στη μεγάλη παράσταση του "Φανού των Συvτακτών". 
Η Γερμανική λογοκρισία που την ενέκρινε όταν την είδε στη σκηνή κατάλαβε ότι κάτω από το πρόσχημα της χοντροκομμένης παρωδίας δινόταν μια ζωηρή κι αληθινή εικόνα της πείνας και απαγόρευσε να ξαναπαιχτεί. 

Ένας Γερμανός ελληνιστής εξ άλλου, με ιερή συγκίνηση διαμαρτυρήθηκε στην "Ένωση Συντακτών" και στην ελληνική λογοκρισία γιατί ... διασυρόταν ο Ευριπίδης! Οι χιλιάδες των νεκρών μας ωστόσο δεν εκίνησαν καθόλου ούτε την οργή ούτε καν την προσοχή του σοφού Γερμανού ελληνολάτρη.
Η παρωδία ανεβάστηκε κανονικά σαν αρχαία τραγωδία με χορό και μουσική υπόκρουση που είχε γράψει ο μαέστρος Βιτάλης. Την Ιφιγένεια είχε παίξει ο Μαυρέας, τον Ορέστη ο Μάνος Φιλιππίδης, τον Πυλάδη ο Χριστοφορίδης, την κορυφαία του χορού η Μαρίκα Νέζερ, τον Εξάγγελο ο Ανακτορίδης.

(Δημήτρης Ψαθάς από το βιβλίο "Χειμώνας του 41")


Δημήτρης Ψαθάς



ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΕΝ ΜΑΥΡΟΙΣ





(Σε μια πλατεία συνοικιακή. Στη μέση ένα χαμηλό σπίτι.
Μπροστά ένας βωμός από κασόνια άδεια. Από το βάθος
της σκηνής προχωρεί η Ιφιγένεια και στέκεται μπροστά στον βωμό)
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Ο Γκίκας o Λεβέντης του Στραβάραπα
του ξακουστού χασάπη η γέννα και της Στάθαινας
με τις γοργές ποδάρες του επήγε στο Μενίδι.
Και φήμη έτρεξε εδώ στων Πετραλώνων
τα δοξασμένα τα σοκάκια
πως ταύρον έφερε βαρβάτον και τον έσφαξε
και κρέας πουλά
προς χίλιες την οκά.
και βούηξαν των πολυπείναστων
των Αθηναίων τα στομάχια.
Κι' είπα κι εγώ στ' αδέρφι το μονάκριβο
"Αντε μωρέ Ορέστη να πάρεις λίγο κρέας
κι' ας είναι και πανάκριβο.
'Εχω να φάω ένα μήνα
κι έλυωσ' από την πείνα"!
'Ετσι ξεκίνησε ο Ορέστης μ' έναν άλλονα
από το τέρμα Ιπποκράτους στα Πετράλωνα.
Και μέρες τρεις τον περιμένω, αλλοί μου,
και καίγεται η ψυχή μου.
Γιατί ούτε γυρvα και ούτε κρέας φέρνει
ώχου μου πείνα πού με δέρνει ! . .


(Η Ιφιγένεια κρατά με λιγούρα το στομάχι της ενώ μπαίνει από τα δεξιά
κι' αριστερά της σκηνής χορός γυναικών χωρισμένος στα δυο. Οι γυναίκες
κρατάvε δίχτυα, τσάντες, καλάθια άδεια.
Σχηματίζουν ημικύκλιο γύρω στην Ιφιγένεια).

ΧΟΡΟΣ
Σιγήσατε μ' ευλάβεια
οι κατοικούμενοι
των Πετραλώνων τα σοκάκια
όπου oι μαυραγορίτες
κινούν συναπαντούμενοι.
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Ω Παναγιά βοήθα
να βρούμε λίγη κολοκύθα!..
στα μέρη τούτα τ' άξενα
Γυρνώ το μερονύχτι
με αδειανό το δίχτυ.
από Αχαρνών κι' από Βείκου
από Κολοκυνθού κι' από Κυψέλη
μ' έκαναν οι θεοί μου κατευόδια
ως πήρα τον δρόμο με τα πόδια.
Κι' ήρθε μαζί κι' η Ιφιγένεια
κορίτσι από οικογένεια
πού έμεινε στο σπίτι ρέστη
χάνοντας τον Ορέστη.
ΧΟΡΟΣ
Τι νέα; Βρήκες τίποτε;
ΙΦΙΓΕΝΕlΑ
Ξεκίνησα για λίγο γάλα
κι' έμεινα η άμοιρη μπουκάλα!
ΚΟΡΥΦΑΙA
Κάνα σημάδι απ' τ' αδέρφι;




ΙΦΙΓΕΝΕlΑ
Αλίμονο γειτόνισσες έφαγα τα σοκάκια
ο νους μου ολούθε εστράφη
μα ούτε τον Ορέστη βρίσκω
ούτε τον φίλο του Πιλάφη.
Χαμός! Ας ήταν να χαθώ
αφού η μοίρα μου τ' ορίζει
ούτε για δείγμα δεν μου βρίσκεται
πενήντα δράμια ρύζι.
Ωχου τ' άδεια ντουλάπια μου!
ώχου τα πάθια !
τ' άδεια καλάθια!
Τραπέζια πολυστέναχτα
μονάχη σου τα είδες γεμάτα λαχανίδες.
Ωχου τόσες φορές
να περιμένω στις ουρές
Τα ίδια και τα ίδια
μισή οκά κρεμμύδια!
Κι' ως είδα ψες το όραμα
σ' ονείρου υπνοφαντασιά
πώς έτρωγα κεφτέδες
βάζω φωνή και μουγκρητό:
"Ορέστη μου, αδέρφι μου!
Αχ δεν μπορώ !
λίγο ψητό ! . . . να στυλωθώ ! . . ."
Παίρνει ο Ορέστης το στρατί
μαύρον να δει, κρέας να βρει.
Κι' έχασα από τότε μου αλλοί ! ...
τ' αδέρφι πού μου τώφαγε
η πολυμίσητη ουρά
κι' η μαύρη αγορά! . . .
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Είσαι και λίγο φωνακλού
και τον κατακλυσμό μας φέρνεις
συσσίτιο δεν παίρνεις;
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Ωιμέ !
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
δεν πήρες εσύ τίποτε,
από εκείνο πού ταΐζει
κουτσούς, στραβούς, κουλούς;
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Τι εννοείς;
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Το "Κουρτουλούς".
ΧΟΡΟΣ
Το "Κουρτουλούς" το "Κουρτουλούς"
ήταν σωσμός για τούς πολλούς!
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Αλίμονο γειτόνισσες
θα το θυμάμαι αείποτε
έφαγα μιά φορά φασόλια
κι' έγινε πολύς θόρυβος δια το τίποτε.



Α' ΗΜΙΧΟΡΙ0
Η φασολάς! Η φασολάς!
ήταν σωσμός μα και μπελάς.
Β' ΗΜΙΧΟΡΙ0
Το "Κουρτουλούς" το "Κουρτουλούς"
πρέπει να φέρει και φελλούς.
ΑΓΓΕΛΟΣ
(Μπαίνει τρέχοντας και χυμά στη σκηνή ασθμαίνοντας).Κόρη τής θειά-Νικόλαινας και του Νικόλα
άκου μου τα μαντάτα όλα!
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Τι τρέχει πού ταράζει μου το κλάμα;
Πέστο μου νέτα σκέτα.
ΑΓΓΕΛΟΣ
Δω πάρα κάτω δίνουν φέτα!
ΧΟΡΟΣ
Φέτα;
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Ωιμέ!...
(0ι γυναίκες μουγκρίζουν κι έξαλλες τρέχουν προς τα αριστερά. Τις ακολουθεί κ' η Ιφιγένεια. Φεύγει ο Άγγελος. Από δεξιά μπαίνουν ο Ορέστης κι ο Πυλάδης).ΟΡΕΣΤΗΣ
Ρε φίλε μου Πιλάφη! . . .
ΠΥΛΑΔΗΣ
Λέγε Ορέστη
ΟΡΕΣΤΗΣ
Βλέπεις εδώ;
Τσουβάλια στίβα!
ΠΥΛΑΔΗΣ
Δω θάναι του μαυραγορίτη
του Γκίκα η καλύβα.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Έχεις δίκιο. Κι' άδικο είχα πού σε μάλωνα
καθώς ψάχναμε σ' όλα τα Πετράλωνα
ΠΥΛΑΔΗΣ
Δόξα νάχει ο Δίας!
ΟΡΕΣΤΗΣ
Δεν υπάρχει πια.
ΠΥΛΑΔΗ Σ
Δεν υπάρχει Δίας πού από ψηλά κοιτά;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Μπα!
Ή θα περιμένει ουρά
ή πού θα κάνει μαύρη αγορά.
ΠΥΛΑΔΗΣ
Τελοσπάντων.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Τα μάτια στριφογύρνα. Ωστόσο καλά κοίτα
μου φαίνεται πώς πατήσαμε την πίτα.
Ω Πείνα ! ...
σε ποια δίχτυα μ' έχεις μπλέξει
με τα γουργουρητά σου αυτά
και με τον άγριο ταμπουρά
που παίζει η κοιλιά.

(Κρατάει την κοιλιά του ξελιγωμένος και κάθεται επάνω στηv κασόνα.
Το ίδιο κάνει και ο Πυλάδης πού φαίνεται επίσης ξελιγωμένος.
Μετά βίας σέρνουνε τα πόδια τους).
ΠΥΛΑΔΗΣ ..
Άντε και θα μάς περιμένει η Ιφιγένεια.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Αγνώριστη έγινε η καημένη
κι' από την πείνα
θα έχει βγάλει γένια ! . .
ΠΥΛΑΔΗΣ
Ορέστη μου την σήμερον
δύσκολα η ζωή κυλά



ΠΥΛΑΔΗΣ
Έχασα δεκατέσσερα κιλά
κι' αύτή καμμιά εικοσαριά,
Καθώς έλειψε τώρα και ή μάσα της
άλλαξε και ή φάτσα της
τα μάτια της γέμισαν θολούρα
και ως την πιάνει η λιγούρα
φωνάζει ωιμέ!
Ορέστη μου, αδελφέ,
έναν κεφτέ!...
Αλλοί !
Ποιος από τούτα θ' απαλλάξει μας ;Γιατί ως καταντήσαμε
δύσκολα γνωριζόμαστε αναμετάξυ μας!
Πώ, πώ ! . .
ΠΥΛΑΔΗ Σ
Tι έπαθες;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Οι Ερινύες! . . .
Σ' έπιασαν πάλι oι μανίες;
ΟΡΕΣΤΗΣ (λαχανιασμένος)
Τα πόδια μου λυγούν
μαυραγορίτες και μεσίτες
ξανά με κυνηγούν!.
Ω νάτος! Νάτος πάλι
αυτός με το τσουβάλι
μου δίνει ένα φασόλι
και μου ζητά το πορτοφόλι ! . . .
ΠΥΛΑΔΗΣ
Ποιος είναι; Πούντος ρε;
ΟΡΕΣΤΗΣ (έντρομος κοιτώντας στον αέρα)
Ω νάτος! Πίσω μιαρέ! . . .
δεν θέλω βρε κουκιά
πέντε χιλιάδες την μπουκιά!
Να κι' άλλος! Κι' άλλος ένας
και τούτος δες
πού λήσταρχο τον λες
δίνει φακές.
ΠΥΛΑΔΗΣ
Ποιος είναι; Πούντος;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Αυτός με τα μάτια τα τσιμπλιάρικα.
ΠΥΛΑΔΗΣ
Πόσο τις δίνει;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Μια οκά φακές, μισή οκά χιλιάρικα!
ΠΥΛΑΔΗΣ
Αλλοί μου! Αφροδίτη!
ΟΡΕΣΤΗΣ
Α, τον λωποδύτη! .
Κι' άλλος εδώ! Κι άλλος εκεί!
κοίτα τον ρε Πιλάφη
κοίτα την φάτσα του την άχαρη
που μου ζητά ένα οικόπεδο
για μισή οκά ζάχαρη!
ΠΥΛΑΔΗΣ
Αλήθεια;
ΟΡΕΣΤΗΣ (τον πιάνει μανία)
Ρεβίθια! ...
Φασόλια, κουκιά, κολοκύθια! . .
παντζάρια, μουλάρια, τομάρια!
Δεν θέλω. Πίσω ! Πυλάδη βοήθεια ! ...
αυτός κολοκύθια
και τούτος το ρύζι
εισπράττει και βρίζει ! . . .
Πυλάδη το λάδι
χιλιάδες, ρημάδι
σπανάκι σακάκι
μου παίρνουν αλοί μου! . . .
καλοί μου
βοηθάτε ! χτυπάτε !
Ωιμέ στο παντελόνι
απλώνει
το χέρι του άπαξ
ο άρπαξ !
ΠΥΛΑΔΗΣ
Ησύχασε. Ορέστη.
ΟΡΕΣΤΗΣ (συνέρχεται)
Ωχ ! ..
ΠΥΛΑΔΗΣ
Τι έπαθες ψυχή μου;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Μ' έπιασε το yλυκύ μου. .
ΠΥΛΑΔΗΣ
Σου, πέρασε;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Δόξα σοι ο Θεός.



ΠΥΛΑΔΗΣ
Πάμε, λοιπόν, vα μπούμε στην καλύβα.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Αχ, τ' ήταν να ψάχνω σ' όλους τους μαχαλάδες
τους πικρομάσσητους ντολμάδες
Στην πόρτα της στέκω εκστατικός
έμπα και ο θεός βοηθός.

(Μπαίνουν στην πόρτα. Από δεξιά και αριστερά μπαίνει πάλι ο χορός των γυναικών. Οι γυvαίκες άλλες κουτσαίνουν άλλες κρατούν τα πλευρά τους).
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Ωιμέ ! Kαϊμέ ! . .
Στερνή μου ελπίδα πέτα!
Ως που να φτάσει μου η σειρά
του σώθηκε η φέτα.
ΧΟΡΟΣ
Ωιμέ ! , Καημέ !
Τα ίδια και τα ίδια
μου σπάσαν τα παΐδια.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ (μπαίνει)
Αλίμονο γειτόνισσες
ΚΟΡΥΦΑlΑ
Τι έκανες; Τι ψώνισες;
Τύχη σήμερα είχες;
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Τρίχες !
ΕΞΑΓΓΕΛΟΣ (μπαίνει έξαλλος)
Γυναίκες της Κολοκυνθούς
των Πετραλώνων, της Ψειρούς
ακούστε τα μαντάτα.
ΧΟΡΟΣ
Τι τρέχει;
ΑΓΓΕΛΟΣ
Ο Γκίκας τους τις βρέχει.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Ποιανούς;
ΑΓΓΕΛΟΣ
Δύο ξένους
πού είδε πώς ήλθav ποδαράτους
από το τέρμα Ιπποκράτους.
ΧΟΡΟΣ
Μα πως;
ΕΞΑΓΓΕΛΟΣ
Να κει πού μπήκανε
στην πολυμίσητη
καλύβα του μαυραγορίτη
βλέπει ο ένας τους το κρέας
κι' ως είχε μήνους να το δει
μυρίζεται
ζαλίζεται
κλονίζεται
το μάτι του θολώνει
τo χέρι του απλώνει
και λέει με φωνή αψή
“Ωχου και θα το ψήσω στο ταψί” !
Κι' ως είχε χυμήξει με μανία
σαν να τον κυνηγούσε Ερινύα
του κόβει ο Γκίκας την ανάσα
με μιά φωνή στριγκή
“πίσω ορέ μπαγάσα” !. . .
Θυμώνει ο ξένος στο λεπτό
κι' αρχίζει ξύλο και κακό
χυμάνε τώρα λαύροι
όσοι βρισκόταν μαύροι
και σου τους συγυρίζουν και τους δυο.
Ο ένας γλύτωσε.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Ποιος απ' τούς δυο;
ΕΞΑΓΓΕΛΟΣ
Δεν ξέρω.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Κι ο άλλος;
ΕΞΑΓΓΕΛΟΣ
Πάει στον Ευαγγελισμό.
(Μπαίνει από την πόρτα του σπιτιού o Ορέστης. Είναι κατάχλωμος από την αγωvίa)
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Ποιος είσαι ξένε;
σαν γνώριμη η φάτσα σου
μα δεν μπορώ να στοχαστώ.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Με κάνανε παστό.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
και από που έρχεσαι ;
πού μαύρο σε κάνανε οι μαύροι παναθεμά τους ;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Από το τέρμα Ιπποκράτους.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Αλοί ! Αλοί !
ΟΡΕΣΤΗΣ (στον Πυλάδη)
Είναι ζουρλή;
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Από εκεί ξεκίνησα κι εγώ.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Και γώ. Μα πώς σε λένε;
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Είμαι από καλή οικογένεια
με λένε Ιφιγένεια.
ΟΡΕΣΤΗΣ (την κοιτάζει καλά-καλά)
Παρντόν;
δεν είναι δυνατόν ! . . .
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Η φάτσα μου ειν' αόριστη
κατάντησα αγνώριστη.
ΟΡΕΣΤΗΣ (την κοιτά πάλι)
Τα μάτια εκείνα. . .
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Ήταν άλλοτε μαύρα
και κιτρίνισαν
και δαύτα από την πείνα.
ΟΡΕΣΤΗΣ
δεν είναι δυνατόν! . . .
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Παρντόν;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Έχετε αδελφόν;
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Ω ξένε ! Έχω. Μα να τον δω δεν τον γνωρίζω, αλλοί.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Μάλλον ζουρλή ! . . . Νομίζω δηλαδή . . .
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Είπατε τίποτε ;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Παρντόν. Είπα δηλαδή
πως είναι δυνατόν
αν έχετε αδελφόν
να μη τον γνωρίζετε;
Μήπως να τον ιδείτε
έχετε πάρα πολύν καιρόν;
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Μπα ! Αλλά κι' αυτός από την πείνα
αλλάζει φάτσες πέντε στο λεπτόν !
Ωιμένα μου γυρνά ολημερίς
κι ολονυχτίς στο παλιοπάζαρο
κι έγινε σαν το Λάζαρο.
Σύρε, ξένε μου, σπίτι μου
εκεί στο τέρμα Ιπποκράτους
θα σε δεχτούνε με χαρά τους
στ' αρχοντικό της θείας Νικόλαινας
του κοσμοξάκουστου Νικόλα
να δώσεις το μαντάτο..
Πες πώς η κόρη τους η Ιφιγένεια ...
ΟΡΕΣΤΗΣ
είσαι εσύ ;
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Εγώ. Κι' εσύ ;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ειμ' ο Ορέστης.
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Τ' αδέρφι μου ; Μπορεί ;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ναι, μωρή ! . . .
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Ωιμέ που με βασάνιζες
μοίρα κακίστρα μου! . . .
ΟΡΕΣΤΗΣ (την αγκαλιάζει)
Ρε Βαγγελίστρα μου !
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Ωιμέ... Ωιμέ.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ε, σκάσε ντε !
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Πως θα γυρίσουμε στο σπίτι !
ΟΡΕΣΤΗΣ
Γιατί; Τα βάσανά μας παν! . . .
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Τα πόδια δε βαστάν.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ωχού . . . Μπελάδες.
Νοιώθεις ζαλάδες;
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Θολούρες και λιγούρες
(Η Ιφιγένεια που σ' όλο αυτό το διάστημα κλονιζόταν σωριάζεται απ' την πείνα) .
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ωχού ! . . . Τώρα δα μ' έκανες και στέκω ενεός.
Ωχ! να κι ο από μηχανής θεός!
(Περνά ένας άνθρωπος με καροτσάκι. Βάζει μέσα την Ιφιγένεια και την τραβά).
ΧΟΡΟΣ
Κι εμείς ωιμέ
και πάλι στην ουρά
ενώ η κοιλιά
ξαναβαράει ταμπουρά ! . . .

Πηγή από...
Εδώ

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

Ολβία Παπαηλίου (Μόνιμο ύδωρ• ζωντανό νερό (aqua permanens) )

της Πόλυ Χατζημανωλάκη

Εκεί που η καρδιά χτυπάει σαν ξενιτιά: ο αλχημικός χρυσός της ποίησης της Ολβίας Παπαηλίου (Μόνιμο ύδωρ• ζωντανό νερό (aqua permanens) )


α) Ο πόσιμος χρυσός κατά τον Π. Μπ. Σέλλεϋ
Ο Πέρσυ ΣέλλεΫ έχει γράψει ένα εξαιρετικό δοκίμιο για την υπεράσπιση της ποίησης, στα 1821 ακριβώς. Αυτό τυπώθηκε μετά θάνατον και εκεί προσπαθεί να αποκαταστήσει την ποίηση, να υποστηρίξει το λόγο της ύπαρξής της σε σχέση με άλλες μορφές του λόγου, να υπεραμυνθεί της ποίησης και της ηθικής που δημιουργεί και εγκαθιδρύει στην κοινωνία. Υπάρχουν κάποιες σκέψεις σε εκείνο το δοκίμιο, με τις οποίες συνομιλεί Οδυσσέας Ελύτης κάπου στα Ανοιχτά Χαρτιά, για την εστίαση της ποίησης στην ομορφιά, για τον μετασχηματισμό του κόσμου σε φως και ωραιότητα, για την νίκη επί του θανάτου που επιτελείται με την ποίηση. Σαν να μετατρέπει δηλαδή (η ποίηση) σε πόσιμο χρυσό τα δηλητηριώδη νερά που ρέουν από το θάνατο στη ζωή. Επικαλείται μάλιστα μια μαγική σχεδόν ιδιότητα της ποίησης, την μυστική της αλχημεία. Ως εάν η αλχημεία να είναι μια χάρις, μια δυνατότητα μετασχηματισμού, μια δύναμις που απορρέει από την Θεϊκή φύση, το πνεύμα του αλλού που φυσά στην ποίηση.
Ετσι το είχα προσλάβει την πρώτη φορά που το διάβασα, στην ανθολόγηση από τον Ελύτη και ομολογώ είχα από τότε γοητευτεί.
Η ποίηση τέχνη θεϊκή, η ποίηση μαγεία, η ποίηση αιώνια, η ποίηση ενσάρκωση του πνεύματος, η ποίηση αποκάλυψη της βαθύτερης ουσίας του κόσμου.

β) Τα ονόματα των γυναικών στον Αλχημιστή του Εζρα Πάουντ
Ποίηση και αλχημεία, γνωρίζω επίσης να έχουν μνημειωθεί στον Αλχημιστή του Εζρα Πάουντ, ένα ποίημα εμπνευσμένο από την ποιηση του Δάντη και τις παραδόσεις των γυναικών τροβαδούρων της Οξιτανίας όπου ο ποιητής επικαλείται τριάντα τέσσερα ονόματα γυναικών για να συνθέσει το τέλειο, την εξευγενισμένη μορφή της Κυράς των λογισμών του… Συνθέτει ονόματα και ιδιότητες, δοκιμασίες της φύσης και της ποίησης, σπάνιες αντιστοιχίες για να «ηρεμήσει το μέταλλο», να αναδυθεί Εκείνη, ο αλχημικός χρυσός της ποίησης...

γ) Αλχημεία, μια άσκηση για την αιωνιότητα
Η Αλχημεία όμως με βαθιές ρίζες στο απόκρυφο, είναι μια παράδοση, αλλά είναι ταυτόχρονα και μια φιλοσοφική και πνευματική άσκηση. Πρέπει να απαλλαγεί κανείς από τον σκεπτικισμό και τη δεισιδαιμονία και να μελετήσει τη σοφία και την εσωτερική νοηματοδότηση των αλχημικών παραδόσεων, όπου μια επίπονη διαδικασία αντιστοιχιών, συμβόλων, επεξεργασιών, οδηγεί στην αρμονική συνύπαρξη του κόσμου του πνεύματος και της ύλης. Επιχειρεί να προκαλέσει μια ταυτόχρονη εξύψωση και των δύο, μια απελευθέρωση, μια αποδέσμευσή τους από τον χρόνο. Η τελειοποίηση των μετάλλων, με τον μετασχηματισμό τους σε ευγενέστερα και εν τέλει σε χρυσό, και ο πνευματικός εξευγενισμός του ανθρώπου, η μακροζωία, η φώτιση, η εξέλιξη, η αυτοπραγμάτωση…


δ) Ψυχολογία και Αλχημεία
Περισσότερο ενδιαφέρον για την εποχή μας έχει η διαπίστωση που έγινε από τον Καρλ Γιουνγκ των αναλογιών ανάμεσα στο συμβολισμό (και τη διαδικασία) της Αλχημείας και την Ψυχοαναλυτική διαδικασία. Μέσα από μια μελέτη ονείρων και συμβόλων που ανακαλούνταν από τους αναλυόμενους ασθενείς του, διέκρινε εκεί παρόμοια και συχνά ταυτόσημα σύμβολα με αυτά της διαδικασίας της Αλχημείας. Με αυτόν τον τρόπο διατύπωσε μια ιδιαίτερα σημαντική ομοιότητα και αναλογία ανάμεσα στο Μεγάλο Έργο των Αλχημιστών και την διαδικασία της ολοκλήρωσης και εξατομίκευσης στην αναλυτική ψυχολογία.

Με τον τρόπο αυτό, τα σύμβολα γίνονται αντικείμενο στοχασμού, οι εσωτερικές ψυχικές καταστάσεις προβάλλονται στο εκτός, νοηματοδοτώντας μια εσωτερική πορεία εξέλιξης και ολοκλήρωσης…

ε) Η Ποίηση ως Μεγάλο Έργο – προσωπική θεραπεία, αλχημικός μετασχηματισμός
Διαβάζοντας την ποιητική συλλογή της Ολβίας Παπαηλίου, «Μόνιμο ύδωρ• ζωντανό νερό – Aqua permanens», με τον όρο για την πρώτη ύλη των αλχημιστών στον τίτλο και γνωρίζοντας, την ιδιαίτερη κλίση της στην έρευνα για τη σχέση ανάμεσα στη Δημιουργία και τη θεραπευτική διαδικασία, αλλά και την ιδιαίτερη αγάπη που έχει προς την Αλχημεία, συνειδητοποιεί κανείς ότι η επιλογή του τίτλου δεν είναι τυχαία. Η ποιητική συλλογή, είναι βήματα στο μεγάλο Έργο, είναι προσωπική θεραπεία, είναι αλχημικός μετασχηματισμός. Ένα προσωπικό στοίχημα, ένα αλχημικό εργαστήρι ποιημάτων, ένα πείραμα, όπου τα ποιήματα εκτίθενται χρονολογικά, και ακολουθούν τα στάδια του μετασχηματισμού, προς πόσιμο χρυσό, προς εξευγενισμό του δημιουργού τους.

Το υλικό, προέρχεται από ποιήματα που αναρτώνταν σταδιακά στο διαδίκτυο και όπου ο χώρος της δημοτικής ποίησης, της παγκόσμιας λογοτεχνίας, των τροβαδούρων της Οξιτανίας, των φιλμ νουάρ, αλλά και κλασσικών ταινιών όπως ο Θάνατος στη Βενετία, Ο εραστής – μυθιστόρημα της Μαργκερίτ Ντυράς, του Φιτζέραλντ, του Καζαντζάκη, Τενεσή Γουίλιαμς, Σύλβια Πλαθ, παραδοσιακής Ιαπωνικής ποίησης, δραματικών στιγμών ιστορικών προσώπων όπως η Καμίλ Κλωντέλ, Η Άννα Κ. (Καρένινα και όχι μόνο), Ηρωες και ηρωίδες της Παγκόσμιας Μυθολογίας, ήρωες και ηρωίδες της Όπερας, της Αρχαίας Τραγωδίας και του Σαίξπηρ, αλλά και objets trouves της καθημερινής τυχαιότητας, προσφέρονται σαν ένα καλειδοσκοπικό πολύπτυχο για να προβληθούν οι ψυχικές καταστάσεις του Ποιητή, τα ποιήματα μετατρέπονται σε μυθιστορίες για να αφηγηθεί αριστουργηματικά, τα πάθια και τους καημούς του κόσμου, του εαυτού.

στ) Η γλώσσα της ξενιτιάς.
Η Ολβία Παπαληλίου ζει και εργάζεται για χρόνια στο Γιόρκσάιρ της Αγγλίας. Η αυτοεξορία της, μου θυμίζει κάποιες φορές την σιωπή του Ανδρέα Κάλβου. Σιωπή, δυνατές εικόνες, περίκλειστος κόσμος, εσωστρέφεια, μικρά ιδιαίτερα ποιήματα για χρόνια. Τολμώ να πω, πως χάρη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, χάρη στην επικοινωνία, στην νοερή επαναδιάταξη του χάρτη, χάρη στο μέσο αυτό που εγώ αποκαλώ ωκεανό του Σολάρις, με την έννοια ότι μπορεί και προβάλει και φέρνει κοντά μας μορφές ασωμάτων φίλων και να δημιουργήσει νέους δεσμούς και φιλίες (αλλά και πάθη και εχθρότητες, δεν αντιλέγω, και μικρότητες) βρέθηκαν αποδέκτες στα μικρά διαμαντάκια – χάρτινα καραβάκια που η Ολβία απελευθέρωνε στον κυβερνοχώρο. Βρέθηκαν αποδέκτες, νέοι δεσμοί και φιλίες, ξαναζωντάνεψαν και οι παλιές. (ανάμεσα σε αυτές και ο εκδότης της Οδού Πανός, θυμήθηκε την Ολβία με τα ιδιαίτερα κείμενα και τις μεταφράσεις της στο περιοδικό, την εποχή της πρώτης της σχέσης με την ποίηση)
Βρέθηκε ξανά και η γλώσσα μια και τόσα χρονια ζούσε εκτός ελληνικών. Μια ιδιαίτερη γλώσσα, λογοτεχνική, πολύ πλούσια, με ίχνη αργκό και αγγλικών, παλαιική όμως, αλλά εύπλαστη. Αν δεν ήταν τόσο ευέλικτη – εξελίσσεται διαρκώς – θα μου θύμιζε περιπτώσεις όπως την γλώσσα θύλακα – τα παλαιά Καλυμνιακά – που μιλούσαν μέχρι πρόσφατα οι μετανάστες από την Κάλυμνο στο Τάρπον Σπρινγκς στην Φλόριντα, αυτοί που πήγαν εκεί από τα τέλη του 19ου αιώνα.

«Πάντα η καρδιά - σαν ξενιτιά – χτυπάει δυο χτύπους: έναν στο
στέρνο, στο κλουβί της ύπαρξης – κι έναν στην άλλη τη ζωή –
εκείνη που θα ζούσε τη ζωή τη μέλλουσα»
ζ) Οι σημειώσεις – ένας χάρτης.
Η συλλογή συμπληρώνεται από ένα πολυσέλιδο παράρτημα σημειώσεων, ένα ταξίδι στην άλλη πραγματικότητα, την εκτός. Πρόσωπα της ιστορίας, του μύθου, της όπερας, στιγμές άγνωστες ή γνωστές του βίου τους, δράματα ανεξιλέωτα, εκπλήσσουν με τον πλούτο των συνειρμών που προκαλούν και επανατροφοδοτούν την ανάγνωση.

Πιστεύω ότι η Ολβία Παπαηλίου – είχα την χαρά να σκηνοθετήσω τον θεατρικό της μονόλογο για ηθοποιό και τροβαδούρο «η Χάριετ πήγαινε όταν τη φώναζαν» φέτος στο Καμπαρέ Βολταίρ - ήρθε πάλι στην ποίηση, αυτή τη φορά για να μείνει.

Από τα 180 περίπου ποιήματα της συλλογής, διαλέγω την Ινδοκίνα, εμπνευσμένο από τον Εραστή της αγαπημένης της Μαργκερίτ Ντυράς, σπαρακτικό δείγμα ποίησης λαμπερής, ατόφιου αλχημικού χρυσού, πόσιμου για κοινωνία ψυχών
Mon Indochine
“Ελάτε, παρακαλώ, στην Ινδοκίνα μου -
θα καταβάλω το αντίτιμο του ναύλου, για τον
απλούστατο το λόγο πως σας έχω τόση ανάγκη.
Πρέπει εξάπαντος να έλθετε: και θα σας ξεναγήσω
στο μπαλκόνι της μητέρας μου, ανάμεσα στις γλάστρες
τις σπασμένες - ήτανε τόσο υπερήφανη, κάποτε πριν
τη δυστυχία για τις γαρδένιες της (θέλουνε σίδερο,
τους αρέσει η σκουριά η προϊστορική, τώρα έχουνε πάψει
να ανθίζουν, μα κάνατε πως δεν το είδατε) - μου ζήταγε
νερό, κι εγώ την άφηνα να πάω να συναντήσω τον Κινέζο
εραστή. Τη λάτρευα, όσο επακριβώς την εμισούσα. Όμως,
ελάτε: θα σας πάω στο σχολείο απ’ όπου έφευγα, στα κέντρα
διασκεδάσεως των λευκών, στον κήπο -καταπράσινο- του πρώτου
χαστουκιού, κι εκεί που κάποιος μου εχάρισε μια θαλασσογραφία -
την έχω ακόμα, μα ποιος ξέρει πού σε αυτοσχέδια παλκοσένικα,
περιπλανώμενα μπουλούκια ανεβάζαν έργα του Ρακίνα
ο έρωτας, έλεγε, είναι μια αρρώστια. Η Ινδοκίνα δεν υπάρχει
πλέον.
Αλλά εσείς, ελάτε σα να μην το ξέρατε... κι εγώ θα σας τη
δείξω...”

Πόλυ Χατζημανωλάκη, Ιούλιος 2013

Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

Ανρί Γκρεγκουάρ, ο Βέλγος Ακρίτας

«Με τον Ενρί Γκρεγκουάρ τελειώνει η δύναμη μιας σκέψης που κατάφερε να μας πείσει πως η Ελλάδα κάθε εποχής είναι ακόμα ζωντανή»

Ενα από τα περιοδικά που εξέδιδε ο Γκρεγκουάρ


Η Ελλάδα χρωστά πολλά σε αυτόν το επιστήμονα:

Ανρί Γκρεγκουάρ (Henri Gregoire, Λιέγη 1881 – Βρυξέλλες 1964).

Βέλγος βυζαντινολόγος. Μετά τις σπουδές του στα πανεπιστήμια της Λιέγης, του Μονάχου, του Βερολίνου και της Σορβόνης, κοντά σε μεγάλους ελληνιστές δασκάλους (Κρουμπάχερ, Βιλαμόβιτς, Ψυχάρης, Παρμαντιέ, Μισέλ, Χαρνάκ) ταξίδεψε ως μέλος αρχαιολογικών αποστολών στο όρος Σινά, στην Παλαιστίνη, στην Ελλάδα, στη Μικρά Ασία και στην Αίγυπτο.

Μίλαγε Αραβικά, Συριακά, Ιταλικά, Ρωσικά, Ρουμανικά, Αγγλικά και Ελληνικά, Αρχαία, Μεσαιωνικά και Νέα.

Το 1909 διορίστηκε καθηγητής της ελληνικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο των Βρυξελλών, θέση την οποία εγκατέλειψε μετά τη ναζιστική εισβολή στην πατρίδα του καταφεύγοντας στις ΗΠΑ. Ανακυρήχθηκε Επίτιμος καθηγητής πολλών Πανεπιστημίων. 

Ο Γ. είχε ενεργό ανάμειξη στην πολιτική ζωή, κυρίως ως δημοσιογράφος και εκδότης της έντονα αντιναζιστικής πολιτικής επιθεώρησης Le Flambeau, την οποία συνέχισε να εκδίδει έως τον θάνατό του. Το 1947, «επισκέφθηκε» τον ελληνικό Εμφύλιο, ίσως για να ανακαλύψει «πόσο» Δημοτικό τραγούδι «περιείχε». Το ρεπορτάζ που έκανε εκεί,  βραβεύθηκε.

Ζούσε στα επιστημονικά όρια, οι μελέτες του πάντα ήταν ριζοσπαστικές και προκλητικές, και γεννούσαν οξείες αντιπαραθέσεις. Με αυτήν την νοοτροπία δεν μπόρεσε να αποφύγει ορισμένες υπερβολές που δεν έκαναν τίποτα άλλο παρά να τονίσουν το σημαντικό του έργο.

Το συγγραφικό του έργο είναι πολύπλευρο και ογκώδες.
Μελέτησε τις αρχές των Γερμανικών και Γαλλικών Μεσαιωνικών Επών. («La Chanson de Roland et Byzance : et autres études épiques ...»)

Βαθύς γνώστης της Αρχαίας Ελλάδας, εξέδωσε μελέτες και κριτικές εκδόσεις αρχαίων ποιητών, (ήταν ειδικός στον Ευριπίδη) μεταφράσεις κλασικών, βυζαντινών και νεοελλήνων συγγραφέων στα γαλλικά, καθώς και εκδόσεις ελληνικών επιγραφών της Μικράς Ασίας.

Σε αυτές τις επιγραφές ανακάλυψε μια πηγή του Ακριτικού Επους, την αναφερόμενη «Μάξιμαν στολάταν την και αμαζόνιν», την Αμαζόνα Μαξιμώ.
Ερεύνησε και τον «Ποντικοδαίμονα»  Απόλλωνα, με μια μελέτη που τον συνέδεε με τα ποντίκια(«Απόλλων Σμινθεύς») προκαλώντας για άλλη μια φορά.

Είχε δημιουργήσει και μια ομάδα συζητήσεων, την «Θεονόη» όπου ερευνούσε την ιστορία των θρησκειών και τις αρχές του Χριστιανισμού.

Οι 575 συνολικά δημοσιευμένες μελέτες του αναφέρονται, μεταξύ άλλων πολλών, στους διωγμούς των Χριστιανών, στις Οικουμενικές Συνόδους, τους πολέμους του Βυζαντίου, τις αυλικές μηχανορραφίες, στον Κωνσταντίνο τον Μέγα, στους θεσμούς και στις σχέσεις του Βυζαντίου με τον αραβικό κόσμο και τους σλαβικούς λαούς και τα έπη του Ρολάνδου. Κυρίως όμως διακρίθηκε ως ειδικός στα έπη του Διγενή και τα Ακριτικά τραγούδια.

Σε όλες αυτές τις μελέτες χάραξε νέους δρόμους διατυπώνοντας πρωτότυπες απόψεις.Μπόρεσε για παράδειγμα, να ανακαλύψει ίχνη του έπους του Διγενή στο Τουρκικό έπος του Σαγίντ Μπατάλ.

Οι περισσότερες έρευνές του, που άνοιξαν παρόμοιους, νέους ορίζοντες στην έρευνα του ακριτικού έπους,
 δημοσιεύτηκαν και στο περιοδικό Byzantion, το οποίο ο ίδιος ίδρυσε το 1925 και διηύθυνε έως τον θάνατό του. Επίσης εξέδωσε τα περιοδικά: 
Nouvelle Clio, 
Annuaire de l'Institut de Philologie et d'Histoire Orientales et Slaves, 
Byzantina metabyzantina.
Και αυτά που ήδη αναφέραμε:
Le Flambeau
Byzantion

Τελειώνω με τον επίλογο της νεκρολογίας που του έκανε ο Clair Preaux:

«Με τον Ενρί Γκρεγκουάρ τελειώνει η δύναμη μιας σκέψης που κατάφερε να μας πείσει πως η Ελλάδα κάθε εποχής είναι ακόμα ζωντανή»




Μερικές μελέτες του σχετικές με τα ακριτικά έπη:

Οι περίφημες πλέον «Τριανταπέντε διορθώσεις στο κέμενο του Εσκοριάλ» [Trente-cinq corrections au texte de Digénis selon l'Escorialensis],
«Autour de l'épopée byzantine», Base historique de l'épopée médiévale
Historical element in Westen and Eastern epics : Digenis - Sayyid-Battal - Dat-el-Hemma - Antar - Chanson de Roland
Notes on the Byzantine epic : the Greek folk-songs and their importance for the classification of the Russian version and of the Greek manuscripts
Nouvelles chansons épiques des IXe et Xe siècle
Entukhía pròs Êlion< : l'invocation au Soleil Vengeur dans l'épopée byzantine
Digénis Akritas d'après l'Escorialensis
Comment Sayyid Baṭṭâl martyr musulman du VIIIe siècle est-il devenu dans la légende le contemporain d'Amer (+863) ?
Amazone Maximô
Notes sur le Digénis slave
Digénis Akritas et le calife Mu'taṣim
Héros épiques méconnus : 1 Šarkân et Rumzân. 2 Katchatour-Asator
Notules :
 1 Le fleuve Bagrjanica.
2 Le lieu de naissance de Romain Lécapène et de Digénis Acritas
Nicéphore au Col Roide
Etudes sur l'épopée byzantine
Age héroique de Byzance
Recherches recentes sur l'épopée byzantine
Echanges épiques arabo-grecs : Sharkan - Charzanis
Autour de Digénis Akritas : les cantilènes et la date de la recension d'Andros-Trébizonde
Épopée byzantine et ses rapports avec l'époppée turque et l'épopée romane
Tombeau et la date de Digénis Akritas : (Samosate vers 940 après J.-C.)
Michel III et Basile le Macédonien dans les inscriptions d'Ancyre I et II κλπ

W. B. Yeats "Η Συγκίνηση του Πλήθους"







(α π ο σ π ά σ μ α τ α)

…Όλοι οι μεγάλοι δάσκαλοι έχουν καταλάβει πως δεν μπορεί να υπάρξει μεγάλη τέχνη χωρίς τη … ζωή του μύθου … Υπάρχουν κάποιοι που καταλαβαίνουν ότι τα απλά πράγματα, τα πράγματα δίχως μυστήριο που ζουν στο άπλετο φως του μεσημεριού, έχουν τη φύση του ήλιου, και ότι τ’ αμυδρά πράγματα, τα πλούσια σε εικόνες, έχουν μέσα τους τη δύναμη της σελήνης. Δεν είναι αλήθεια πως οι Αιγύπτιοι το σκάλισαν σε σμάραγδο ότι όλα τα ζωντανά πράγματα έχουν τον ήλιο για πατέρα και τη σελήνη  για μητέρα; Και δεν έχει λεχθεί πως ο ιδιοφυής άνθρωπος παίρνει τα περισσότερα απ’ τη μητέρα του;

(1903)

William Butler Yeats, Μυθολογίες και Οράματα, εισαγωγή-μετάφραση-σχολιασμός  Σπύρος Ηλιόπουλος, Αθήνα, Γαβριηλίδης, 1999


Τέσσερις ποιητές μιλούν για ποίηση





Μπωντλαίρ (Charles Pierre Baudelaire)
 Το άλμπατρος

Πολλές φορές οι ναυτικοί, την ώρα να περνάνε,
πιάνουνε τ΄ άλμπατρος – πουλιά της θάλασσας τρανά-
που ράθυμα, σαν σύντροφοι του ταξιδιού, ακολουθάνε
το πλοίο που μες στα βάραθρα γλιστράει, τα πικρά.

Μα μόλις σκλαβωμένα εκεί στην κουπαστή τα δέσουν,
οι βασιλιάδες τ΄ ουρανού, σκυφτοί κι άχαροι πια,
τ΄ άσπρα μεγάλα τους φτερά τ΄ αφήνουνε να πέσουν
και στα πλευρά τους θλιβερά να σέρνονται κουπιά.

Αυτά που ΄ναι τόσο όμορφα, τα σύννεφα όταν σκίζουν,
πως είναι τώρα κωμικά κι άσχημα και δειλά!
Άλλοι με πίπες αναφτές τα ράμφη τους κεντρίζουν,
κι άλλοι πηδάνε σαν κουτσοί, κοροϊδευτικά.

Μ΄ αυτούς τους νεφοπρίγκιπες κι ο Ποιητής πώς μοιάζει!
Δεν σκιάζεται τις σαϊτιές, τις θύελλες αψηφά
μα ξένος μες στον κόσμο αυτόν που γύρω του χουγιάζει,
σκοντάφτει απ΄ τα γιγάντια του φτερά σαν περπατά.

Μτφρ. Γ. Σημηριώτης




Τζων Μίλτον (John Milton)
Στον Σαίξπηρ

Χρόνια, καιροί, και κόποι και φροντίδες 
του Σαίξπηρ ένα μνήμα δεν εχτίσαν· 
μα θα ’φταναν γι’ αυτόν οι Πυραμίδες;

Της Φήμης κληρονόμε! Το μνημείο 
που αδύναμα τα χέρια μας δε στήσαν, 
το ’στησες μόνος άφθαστο και θείο.

  μτφρ. Μανώλης Μαγκάκης 




Τριστάν Κορμπιέρ (Tristan Corbière)
Μικρός που πέθανε στ' αστεία

Φύγε τώρα, κομμωτή κομητών! 
Χόρτο στον άνεμο και τα μαλλιά σου. 
Φωσφορισμούς θ’ αφήνουν τα βαθιά σου 
άδεια μάτια, φωλιές των ερπετών.

Κρίνοι, μυοσωτίδες, άνθη των 
τάφων, θα γίνουνε μειδίαμά σου. 
Φύγε τώρα, κομμωτή κομητών!

Δοξάρια σιωπηλά τα κόκαλά σου. 
Τον βαρύ πια μην κάνεις. Των ποιητών 
τα φέρετρα παιχνιδάκια, στοχάσου, 
είναι κι αθύρματα νεκροθαπτών. 
Φύγε τώρα, κομμωτή κομητών!

  μτφρ. Κ.Γ. Καρυωτάκης 





Ρεϊμόν Κενώ  (Raymond Queneau)
Για μια ποιητική τέχνη

Αχ, Θεούλη μου, τι ωραία που θα 'ταν να 'γραφα ένα ποιηματάκι.
Μπα! Να ένα που περνάει τώρα δα από μπροστά μου.
Ψιτ, ψιτ, ψιτ!
Έλα εδώ χρυσό μου να σε εμπλέξω       
στο ίδιο περιδέραιο με τ' άλλο μου ποιήματα.
Έλα εδώ να σε εμπήξω       
στο οικοδόμημα των Απάντων μου.
Έλα εδώ να σε εμπαταδώσω
και να σε ενομοιοκαταλήξω
και να σε ερρυθμολογήσω
και να σε ελλυρικοποιήσω
και να σε εμπηγαδεύσω
και να σε ενστιχώσω
και να σε εμπεζολογήσω.

Να πάρει ευχή,
Την κοπάνησε!

(μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης)


Σχόλιο

Ο Όμηρος και ο Ησίοδος είχαν λυμένο το ποιητικό υπαρξιακό τους πρόβλημα: 
Στον πρώτο υπαγόρευαν τα ποιήματά τους οι Μούσες και απλά τα κατέγραφε, όπως ισχυρίζεται ο ίδιος. 
Ο δεύτερος κέρδισε λίγη περισσότερη ανεξαρτησία από τις θεές της ποίησης. Τον βρήκαν να βόσκει πρόβατα στο βουνό -μας λέει- και του χάρισαν την τέχνη του ποιητή, και τον άφησαν να γράφει μόνος του.
Ο Αισχύλος συνάντησε τον Διόνυσο όπως κοιμόταν σε ένα αμπέλι και του είπε όλα τα μυστικά του στιχουργού. Αλλά ήταν λίγο πιωμένος ο θεός...

Από το κακό στο χειρότερο, δηλαδή. 
Οι νεότεροι δεν είχαν αυτήν την τύχη. 
Ούτε θεές τους πλησίασαν (εκτός από αυτές του Moulin Rouge φυσικά) ούτε και είχαν αγαθές σχέσεις με την τέχνη τους, όπως προκύπτει από τα ως άνω πονήματά τους... Με το κρασί κάτι γίνονταν, αλλά... "Ουδέν προς Διόνυσον" [1]
Διαφορετικοί είναι, βέβαια, οι τρόποι αντίληψης του ποιητή και του έργου του, ή και της όλης ιδέας της λογοτεχνίας, στα τέσσερα αυτά ποιήματα που παραθέσαμε, αν και όλα τελικά καταλήγουν σε αρκετά απαισιόδοξα διδάγματα. 

Το ποίημα του Μίλτον μας παρουσιάζει την ποίηση σαν ένα έργο ιστορικής σημασίας, προβάλλοντας παράλληλα μια εμφατική συμβατική σύλληψη της ιστορικότητας αυτής. Είναι ρητή η αναφορά στην ιδέα του ‘μνημείου’, και μάλιστα των ‘Πυραμίδων’. Παράλληλα ωστόσο το ποίημα υπογραμμίζει ότι στο πλαίσιο ακριβώς αυτής της συμβατικής δόξας, η μεγάλη ποίηση παραμένει μη αναγνωρισμένη η και μη αναγνωρίσιμη, έτσι ώστε μόνη της γίνεται τελικά το μνήμα και μνημείο του εαυτού της.

Με τον Μπωντλαιρ έχουμε μια εικόνα πολύ εντονότερα έως ακραία φορτισμένη, αν και με βάση μια ιδέα κάπως ανάλογη. Ο ποιητής συγκρίνεται με μεγάλο, μάλλον επιβλητικό και πάντως ιδιότυπο θαλασσοπούλι που από τη μια σκίζει τους αιθέρες ‘νεφοπρίγκηπας’ και από την άλλη εξόριστο σε κουπαστή καραβιού, άβολα κινούμενο σε βαθμό γελοιότητας, ταπεινώνεται από τους ναύτες που το έχουν πιάσει. Η αλληγορία είναι προφανής.  Ο άλμπατρος είναι ίσως πρίγκιπας άφοβος στους αιθέρες, το καράβι όμως το ακολουθεί ‘ράθυμα’ σαν σύντροφος του ταξιδιού, το δε ταξίδι κάθε άλλο παρά αδιάφορο η απλό είναι, μιας και το πλοίο γλιστράει σε ‘βάραθρα πικρά’. Μοιάζει εξ άλλου να ενδιαφέρεται η φωνή που μιλάει με το ποίημα αυτό περισσότερο για την περιγραφή της κατάστασης στο κατάστρωμα και λιγότερο για τους αιθέρες. Η ποίηση μπορεί να πηγάζει από αιθέρια έμπνευση, αλλά πρέπει να λογαριαστεί με τα μέτρα κ τα δεδομένα της γλώσσας των ανθρώπινων πραγμάτων.

Η ένταση ανάμεσα στο ιδανικό ύψος και την σκληρή προσγείωση στα πράγματα φαίνεται να ξεπερνιέται στο ποίημα του Κορμπιέρ. Ο ποιητής εδώ μάλλον αποκαθηλώνεται. Δεν είναι ο κομήτης παρά ο κομμωτής των κομητών. Ματαιοπονεί πασχίζοντας να δώσει σχήμα σε ύλη που προφανώς ξεφεύγει από τον έλεγχο της χτένας του. Πρέπει να εγκαταλείψει την ιδέα που έχει για την σημασία του έργου: ‘τον βαρύ πια μην κάνεις’ για να αναγνωρίσει ότι και αυτός, όπως και κάθε άλλος άνθρωπος, με την προοπτική του θανάτου και της ταφής του σώματος του στη γη δεν είναι άλλο από στοιχείο της φύσης και παιχνίδι στα χέρια των επιζώντων ‘νεκροθαπτών’

Ο Κενώ υιοθετεί προκλητικά την ιδέα του παιχνιδιού αλλά σαν να την αντιστρέφει: Αυτός που παίζει είναι ο ίδιος ο ποιητής. Ο ποιητής που μονολογεί εδώ κυνηγάει ένα ‘ποιηματάκι’ για να του επιβάλλει την λογική του λογοτεχνικού θεσμού: Θέση σε ένα συνολικό έργο που θα μείνει στο χρόνο ‘άπαντα’, με στιχουργικούς κανόνες: ‘ενομοιοκαταλήξω’ ‘ερρυθμολογήσω’ , ‘ελλυρικοποιήσω’ σε μορφή μυθική ή και πεζή. ‘εμπηγασεύσω’ ‘εμπαιζολογήσω’, οπότε και το ποιηματάκι το σκάει. Μας αφήνει όμως ένα άλλο ποίημα στη θέση του που μοιάζει να αναιρεί όλα όσα αναφέρθηκαν, καθώς αντί να τα εφαρμόζει απλώς τα ονομάζει ειρωνικά η τα παρωδεί. Ο ποιητής ενός τέτοιου ποιήματος δεν κάνει πια τον βαρύ, δεν αισθάνεται βασιλιάς των αιθέρων, δεν στήνει μνημεία.
-----------------------------------
[1] Η φράση αυτή λέγονταν από απογοητευμένους θεατές και σήμαινε πως το έργο που παίζονταν στο αρχαίο θέατρο δεν είχε σχέση με την λατρεία του Διονύσου, ως όφειλε.

Το "Μυθιστόρημα της Τροίας". Τα ομηρικά έπη στην μεσαιωνική Δύση


Εικονογράφηση του "Μυθιστορήματος της Τροίας"

Κατά τον Μεσαίωνα, τα αρχαία ελληνικά και ρωμαϊκά λογοτεχνικά έργα διαδόθηκαν, κυρίως, μέσω του Βυζαντίου σε ολόκληρο το γεωγραφικό πλάτος της Ευρώπης. Τα έπη του Ομήρου αλλά και η αρχαία ελληνική ιστορία, επηρέασαν την λογοτεχνία της μεσαιωνικής Ευρώπης.

Οι αφηγήσεις των λογοτεχνικών έργων που γεννήθηκαν έτσι στη Δύση, συγκεντρώθηκαν σε θεματικούς κύκλους, τον Μέγα Αλέξανδρο, τις Θήβες, και κυρίως τον τρωικό πόλεμο. Ο τρωικός κύκλος είχε ιδιαίτερη σημασία, γιατί υπήρχε διαδεδομένη και η αντίληψη ότι οι Δυτικοί, και ειδικά οι βασιλικοί τους οίκοι, ήταν απόγονοι Τρώων. Τα αρχαία έπη διασκευάστηκαν τόσο πολύ στην Δύση, ώστε οι ήρωες παριστάνονται ως μεσαιωνικοί ιππότες. Το λογοτεχνικό αυτό είδος ευδοκίμησε, από τον 11ο ως τον 14ο αιώνα μ.Χ.

Γενικά, αυτά τα έργα είναι φιλοτρωικά, και  εκφράστηκαν έμπρακτα κατά την Τέταρτη Σταυροφορία, όταν οι Δυτικοί, και ειδικά οι Ιταλοί, αισθάνονταν ως εκδικητές της Τροίας. Ο θάνατος του Έκτορα, για παράδειγμα περιγράφεται ως προερχόμενος από πισώπλατη κονταριά του Αχιλλέα, την ώρα που ο Τρώας ήρωας σκύβει για να πάρει τα όπλα ενός πεσμένου αντιπάλου. Ο Βέλγος φιλόλογος Gregoire ανακάλυψε αντιβυζαντινά στοιχεία ακόμη και στο πολύ αρχαιότερο έπος του Ρολάνδου.


Εικονογράφηση του "Μυθιστορήματος της Τροίας"

Η πρώτη μεσαιωνική αφήγηση για τον τρωικό πόλεμο είναι ανώνυμη, και έχει τον τίτλο «Ιστορία περί της καταστροφής της Τροίας». Μερικά ενδεικτικά έργα αυτής της ενότητας είναι το «Μυθιστόρημα της Τροίας» ("Le Roman de Troie") που έγραψε το 1165 μ.Χ ο Γάλλος Μπενουά ντε Σαιντ Μωρ (Benoît de Sainte-Maure), ο «Τρωικός πόλεμος» που γράφτηκε από τον Γερμανό φον Βύρτσμπουργκ το 1280 και το ανώνυμο «Τρωικό χρονικό» που γράφτηκε στην Ισπανία το 1350.

Φυσικά, δημιουργήθηκαν δεκάδες ακόμη τέτοια έργα, που αφορούν και το Μέγα Αλέξανδρο και τις Θήβες. Το παλαιότερο έργο σχετικό με τον Αλέξανδρο γράφτηκε τον 11ο αιώνα μ.Χ στη Γαλλία από τον Αλβέριχο της Μπριανσόν.


Εικονογράφηση του "Μυθιστορήματος της Τροίας"
Η νεκρή αμαζόνα Πενθεσίλεια


"Το Μυθιστόρημα της Τροίας" (Le Roman de Troie) (1160-1170) του Γαλλονορμανδού  Benoît de Sainte-Maure, 40,000 στίχων, γράφτηκε σε  οκτασύλλαβο. Αφιερώνεται σε μια «πλούσια κυρία ενός πλούσιου βασιλιά» πού μάλλον είναι η Ελεονώρα της Ακουιταίνης . Πιθανά, ο ίδιος έγραψε και «Το χρονικό των Δουκών της Νορμανδίας».

Ο ποιητής στο «Μυθιστόρημα της Τροίας», διασκευάζει  τις αφηγήσεις του Δίκτυ του Κρητός και του Δάρη του Φρύγα για τον τρωικό πόλεμο που τον Μεσαίωνα πιστεύονταν αυθεντικότερες του Ομήρου, ο οποίος είχε κατηγορηθεί για ψεύδη και μυθοπλασίες, αλλά και για φιλελληνισμό. Και στο Βυζάντιο την ίδια περίοδο, η ελληνική παραλλαγή των αφηγήσεων του Δίκτυ και του Δάρη για τον τρωικό πόλεμο, με φιλελληνικό χαρακτήρα βέβαια (χαμένη σήμερα) θεωρείτο αυθεντικότερη του Ομήρου γιατί δεν περιείχε μυθικά και φανταστικά στοιχεία. Αλλή πηγή του  "Roman de Troie" θεωρείται το (φθαρμένο σήμερα) χρονικό  "Excidium Troie".


Εικονογράφηση του "Μυθιστορήματος της Τροίας"
Ο γιος του Αχιλλέα Πύρρος (Νεοπτόλεμος) χρίεται... ιππότης

Η υπόθεση του "Μυθιστορήματος" απευθύνεται σε αριστοκρατικό κοινό, και διασκευάζεται σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα του ιπποτισμού και του "ιπποτικού έρωτα" με ένα υποτιθέμενο ερωτικό τρίγωνο ανάμεσα στον Τρώα Τρωίλο, τον Διομήδη και την κόρη του μάντη Κάλχα. (ο οποίος θεωρείται Τρώας αποστάτης, όπως αναφέρουν και ελληνικές πηγές) Η ιστορία αυτή πέρασε στον Βοκκάκιο ("Ιl Filostrato") στόν Τσώσερ ("Criseyde") και τελικά στον Σαίξπηρ ("Troilus and Cressida") Το "Μυθιστόρημα" μεταφέρθηκε και στα Ελληνικά ως «Ο Πόλεμος της Τρωάδος», (ανωνύμου) ως παράφραση του «Roman de Troie» και είναι το μεγαλύτερο από τα ποιήματα του Είδους στην Ελλάδα


Εικονογράφηση του "Μυθιστορήματος της Τροίας"

Ελληνικά παράλληλα, μιμήσεις της εκτεταμένης Μεσαιωνικής Δυτικής φιλολογίας περί των τρωικών, είναι και η «Αχιλληίς», επικό ποίημα όπου ο Αχιλλέας παριστάνεται σαν μεσαιωνικός ιππότης, η «Διήγησις γεναμένη εν Τροία» (15ος αιώνας) και η «Ιλιάδα» του Κωνσταντίνου Ερμονιακού. Ελάχιστη σχέση έχουν βέβαια όλα αυτά με την ομηρική αφήγηση.

Ταυτόχρονα, τόσο στην Δύση όσο και το Βυζάντιο, ξεκίνησε η καταγραφή (και δυστυχώς και η διασκευή) των νέων (για την εποχή)  επών, δηλ του Διγενή Ακρίτα, του Αρμούρη, του Αρθούρου, του Λάνσελοτ, του Τριστάνου, των Νιμπελούνγκεν, κλπ. Οπως φάνηκε, τελικά αυτά είναι που επιβίωσαν και συγκινούν ως τις μέρες μας, και όχι τα "Ελληνοτρωικά" μυθιστορήματα, που δεν φαίνεται να είχαν την απήχηση των λαϊκών επών.